Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Η αγαπημένη της Τηθύος



Σαν το παιδί που κάνει ζαβολιές
απομακρύνθηκε πολύ απ' τη μητέρα
Kι εκεί στου πέλαγου τις εσχατιές
με μαστροπούς πώς να τα βγάλει πέρα;

Ήρθαν από Ανατολή και Δύση
κατακτητές με μάτια σκοτεινά
Κι ήτανε τόσο και πολύ το αλισβερίσι
που κατεβήκανε μετά κι απ' τον Βορρά

Αιώνες νταβατζήδες την εκδίδουν
Έγινε το κορμί της μια πληγή
Κι αφού συνέχεια κι οι φίλοι την προδίδουν
δεν ξέρει πια ποιον να εμπιστευτεί

Και δυστυχώς σε σπίτι επιταγμένο
δεν έχουν τα παιδιά επιλογές
Ή μαστροποί ή ήρωες, λέει το πεπρωμένο
καμιά φορά μπορεί και ποιητές

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Ενθύμια





Ο πατέρας είχε στη ντουλάπα ένα κοστούμι που σπάνια φορούσε
Η μάνα μια τσάντα που δεν είδα ποτέ κρεμασμένη στον ώμο της
Η γιαγιά ένα ασημένιο μενταγιόν σε καρφάκι δίπλα στο κρεβάτι 
Κι ο παππούς ένα ακριβό κομπολόι στο συρτάρι του
Τι νά 'ναι αυτά τα αχρησιμοποίητα πράγματα αναρωτιόμουν παιδί
Τώρα που σε κουτί έχω φυλάξει ένα μολύβι που μου χάρισες
καταλαβαίνω ότι όλοι έχουν κάπου κρυμμένη μια μνήμη αγάπης
που αγνή και καθαρή κάποτε δόθηκε
όπως αυτοί που διασχίζουν έρημο

 και κρατούν μια στάλα νερό να βρέξουν τα χείλη τους όταν διψάσουν

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Πνοή ανέμου (ματαιότης)



Σ' όλη μου τη ζωή
πάντοτε δεύτερος
σχολείο, κοινωνία, οικογένεια
μα και στο θέατρο
κάποτε πού 'χα παίξει
Όχι πως δεν προσπάθησα,
δεν φιλοδόξησα
άλλοι από πριν, ως φαίνεται,
για μένα είχαν επιλέξει

Τώρα που το καράβι
πια βυθίζεται
και τα νερά
έφτασαν ως τη μέση
κοιτώ προσεκτικά
μα είναι αδύνατον
να βρω ποιοι ταξιδεύαν
πρώτη θέση

Αλέξανδρος Βαναργιώτης


Στον Εκκλησιαστή το "ματαιότης ματαιοτήτων" είναι ερμηνεία της εβραϊκής φράσης "πνοή ανέμου"

Τι άλλο θα μπορούσα να προσμένω;




Ο κόσμος μου γυαλί χρωματισμένο
Ο κόσμος σου ατσάλινο σφυρί
Ό,τι αγαπώ κοντά σου είναι σπασμένο
Δεν μου ταιριάζει τώρα η οργή
Τι άλλο θα μπορούσα να προσμένω;

Η φλόγα μου καντήλι αναμμένο
μπροστά σε εικονίσματα παλιά
Μια πυρκαγιά εσύ με πεπρωμένο
να κάψει ό,τι δίπλα της περνά
Τι άλλο θα μπορούσα να προσμένω;

Το σπίτι αυτό που μού 'τυχε να μένω
σαν ξένος το κατοίκησα καιρό
Ήρθες και τ' άφησες σαν κάστρο ρημαγμένο
Μ' αφού δεν το αγάπησα εγώ
Τι άλλο θα μπορούσα να προσμένω;
Τι άλλο θα μπορούσα να προσμένω;

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Λεξιπαίγνια



Ο χρόνος
Ο μόνος
Ο πόνος
Πόσο γυμνή κάνουν την ύπαρξη
Ο τρόμος
Πόσο τη διαλύει
Σχεδόν ισοδύναμα με το
φόνος
Στη γραμματική απλά ομοιοκατάληκτα δισύλλαβα
Στην ποίηση λέξεις δυνατών συνειρμών και αισθημάτων
Στη ζωή συνθήκες ανθρωποβόρου δράματος
ομοιοκατάληκτου
πάντα

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Το νησί



Κάποτε θα τελειώσει το ταξίδι
και στο νησί οριστικά θα φτάσω
Τώρα που χόρτασα της θάλασσας το ξίδι
τόση αρμύρα πώς
να την ξεχάσω;

Όσοι με νοιάζονται θα λεν δικαίως:
" Πες μας τι έχεις;
Σε προσμέναμε να 'ρθείς είκοσι χρόνια
Λιώναν και βγαίναν στα βουνά τα χιόνια
Για φρυκτωρίες σου κοιτάζαμε ματαίως
Γιατί όταν σου μιλάμε
δεν προσέχεις;"

"Εσείς με περιμένατε, εγώ ερχόμουν
Ταξίδευα με του νησιού τη νοσταλγία
Μα έφαγε η αρμύρα το μυαλό μου
και όλα πλέον μου γεννούν ανία

Μες στην καρδιά μου έχω μόνο καταιγίδα
γι' όσα δεν έζησα
γι' όσα δεν είδα"

Κάποτε θα τελειώσει το ταξίδι
Θα επιστρέψω μες στην τρύπα μου σα φίδι
Δεν κατεβάζω τη βαλίτσα από τη σχάρα
Θ' ανοίξω του Αιόλου το τσουβάλι
και πριν αράξω θα ξεφύγω πάλι
Αν με ζητήσουν,
πείτε πήγα για τσιγάρα

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Η πτώση



Τα βλέπουμε
μετέωρα,
φύλλα ξερά,
και ξέρουμε
σε λίγο θα σαπίζουνε στο χώμα.
Και τότε εκείνα ξαφνικά
με ένα θρόισμα του ανέμου απαλό
ρίχνονται στο κενό
και δίνονται -τι λεβεντιά!-
σε έναν κύκνειο δερβίσικο χορό
όλο στροφές, τινάγματα και κόλπα.
Και με το πέταγμα αυτό το τολμηρό
θαρρείς υψώνονται πάνω από τη φθορά
και αψηφούν το θάνατο,
σχεδόν τον ακυρώνουν.

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Παιδοφαγία



Με σύγχρονα μάτια 
αρχαίους μύθους κοιτώ
βέβηλο ίσως
μα απαντήσεις ζητώ
στης αδηφάγου Σφίγγας
τις σκοτεινές ερωτήσεις

Ιφιγένεια, Θυέστης,
Μήδεια, Πρόκνη
πάει να πει
όταν η σχέση των γονιών
δεν είν' καλή
κι ο εγωισμός τους οδηγεί
σε σχέση άλλη
στο τέλος την πληρώνουν
τα παιδιά
που διαμελίζονται
και γίνονται τροφή
που μαγειρεύεται και ψήνεται καλά
στης αντεκδίκησης, στου μίσους,
στης κακίας το τσουκάλι

Αποδημίες

Φωτογραφία: Αποδημίες

Σε λίγες μέρες φεύγει η Πρόκνη
Θ' ακολουθήσει η Φιλομήλα
Από κοντά ο άπληστος
στην ηδονή Τηρέας

Άλλη μια εμπνευσμένη ιστορία
από τους τόσους μύθους των αρχαίων
για να το νιώσουμε πως τέλειωσε
σιγά σιγά το καλοκαίρι

Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Πρόκνη, το αηδόνι
Φιλομήλα, το χελιδόνι(αδελφή της Πρόκνης, τη βίασε ο Τηρέας, ο άντρας της Πρόκνης και της έκοψε τη γλώσσα να μην μαρτυρήσει)
Τηρέας, ο τσαλαπετεινός. Ο Δίας τους μεταμόρφωσε όλους σε πουλιά και ο τσαλαπετεινός(έποψ) κυνηγάει αδιάκοπα τις δύο αδελφές.

Σε λίγες μέρες φεύγει η Πρόκνη
Θ' ακολουθήσει η Φιλομήλα
Από κοντά ο άπληστος
στην ηδονή Τηρέας

Άλλη μια εμπνευσμένη ιστορία
από τους τόσους μύθους των αρχαίων
για να το νιώσουμε πως τέλειωσε
σιγά σιγά το καλοκαίρι

Αλέξανδρος Βαναργιώτης


Πρόκνη, το αηδόνι
Φιλομήλα, το χελιδόνι(αδελφή της Πρόκνης, τη βίασε ο Τηρέας, ο άντρας της Πρόκνης και της έκοψε τη γλώσσα να μην μαρτυρήσει)
Τηρέας, ο τσαλαπετεινός. Ο Δίας τους μεταμόρφωσε όλους σε πουλιά και ο τσαλαπετεινός(έποψ) κυνηγάει αδιάκοπα τις δύο αδελφές.

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

Σχόλιο πάνω σε στίχο








Λυσσομανάει ο άνεμος

μα ο άνεμος δεν ξέρει
πως το κορίτσι που θα ρθει
την άνοιξη θα φέρει

Νίκος Ζιώγαλας



Καμιά φορά τα κορίτσια
έρχονται χωρίς άνοιξη
Την ξεχνούν στο πατάρι
ανάμεσα στις κούκλες
και στα λούτρινα αρκουδάκια
ή κλειδωμένη σ' ένα συρτάρι
με τις προσδοκίες
και τα ημερολόγια της αθωότητας
Κάποτε όμως και τ' αγόρια
κρύβουν μέσα τους
πότε ένα τρύπιο τόπι
πότε μια χαλασμένη μπουλντόζα
ή έναν πόλεμο που ηττήθηκαν

Κι έτσι κρατάει πολύ ο χειμώνας
αφού κανείς δεν ανεβαίνει σε ένα δέντρο
να δέσει στα κλαδιά
την κούνια του

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Σκόρπιες σκέψεις: Για τη ζωή



Ο δρόμος φεύγει
κι εμείς ακολουθούμε
άλλοι χαράξαν τις στροφές
και τις ευθείες
είν' οι λακκούβες
των ανθρώπων ιστορίες
και τις δικές μας
άλλοι πίσω
θα τις βρούνε

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Στο μύλο του Ματσόπουλου



Τα κτήρια παλιά
πέτρα και ώχρα
γύρω πλατάνια αγέρωχα
ο ουρανός πρασινογκρί
ο ήλιος από ώρα έχει σβήσει
και το φεγγάρι μ' έλλειψη
-τσέρκι στραβό
που περιμένει ένα παιδί
σ' ένα στενό της φαντασίας να κυλήσει-

Τ' ασήμαντα
το σκηνικό, τα σύνεργα
στης μοναξιάς σου το μεθύσι
Όταν πενθούν οι άνθρωποι
δίνει παράσταση η φύση

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Μνήμη ηρώων





Ποτέ ένα στειλιάρι
δεν ταπεινώθηκε τόσο
όσο εκείνο που σκότωσε τον Ισαάκ
Ποτέ ένας ιστός δεν ένιωσε τόση περηφάνια
όσο εκείνος που πάνω του σκαρφάλωσε ο Σολωμού
Και πόσο ανθισμένη παντιέρα
η σημαία μας
πόσο ρίγος
πόσο επηρμένη
στην αγκαλιά του ήρωα
κι ας μην την ύψωσε

Πόσο έκπληκτοι τέλος εμείς
πάνω που είχαμε αρχίσει
να πιστεύουμε
πως δεν υπάρχουν ήρωες

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Πόσο ν’ αντέξεις;



Εξεγερμένοι γέμισαν 
όλες τις μέσα μου πλατείες
ταπεινωμένα όνειρα
που πίστεψαν πώς είχαν ευκαιρίες
Μολότοφ, καπνογόνα, μοναξιά
στέρηση και εμφύλιες συγκρούσεις
πόνος, θυσίες, θάνατοι
ελπίδα, προσμονή και παρακρούσεις

Έξω απ' τα τείχη ο καιρός
ίδιος με μέσα μάλλον θά 'ναι
Αύγουστος μήνας
Ποιας χρονιάς;
Αυτό μονάχα δεν θυμάμαι

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Μέλαινα άστρων ευφρόνη(αστερόεσσα νύχτα)





Μέλαινα άστρων ευφρόνη
χάρισέ μου ύπνο βαθύ
μακριά από της σκέψης τη σκόνη
μακριά από φόβους για ό,τι θα ρθει

Μέλαινα άστρων ευφρόνη
τυράννησε αυτούς που τυραννούν
που στήνουν των φτωχών την αγχόνη
και κάνουν το πρωί πως πονούν

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Μελτέμια






Φυσούν τον Αύγουστο μελτέμια
κι απομακρύνεται
με όρτσα το πανί
Της Παναγίας σήμερα η γιορτή
κι όποιος το αντέχει δίνεται
Του αλόγου χάσαμε τα γκέμια

Πηδάει στο κενό ένα παιδί
απ' αηδία κι αξιοπρέπεια
Στα δεκαοχτώ του μπόρεσε να δει
όλη της μίζερης ζωής μας την απρέπεια

Φυσάει ο Αύγουστος ντροπή
κι απομακρύνεται
Της Παναγίας σήμερα γιορτή
κι όποιος αντέχει κρίνεται

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Στρόφιον ή Φανοτέα; ποίημα





Στρόφιον ή Φανοτέα;

Ο δεύτερος συντάχθηκε
με άδικη σφαγή
-μοιχεία, φόνος, εξουσία-
Ο πρώτος περιέθαλψε
διωγμένο ορφανό
και εν αγνοίᾳ εξέθρεψε
χειρός σφαγάς ενδίκους

Δεν τίθεται το δίλημμα,
κουβέντες της σειράς,
στην αγορά των ηνθισμένων γήρᾳ
καθώς προσμένουν απαθώς
ακόμα μια μεταβολή
όταν στην πόλη ξαφνικά
μια μέρα θα προβάλει
ο Ορέστης

Αλέξανδρος Βαναργιώτης
χειρός σφαγάς ενδίκους= δίκαιος φόνος
ηνθισμένοι γήρᾳ =οι γέροντες
(Η ιδέα από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή)

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Μηνάς ο ελεήμων, ποίημα




Μ’ ένα μαντίλι δεμένο στο κεφάλι
κι ένα μπαστούνι στο δεξί του χέρι
ανηφόριζε στο στενό
κόντρα στον απογευματινό ήλιο
που έγερνε σχεδόν προς τη δύση του.
Κι ήταν ο ήσκιος του μεγάλος
κι απλωνόταν στο σοκάκι απ’
άκρη σ’ άκρη
πάνω από τις νοικοκυρές που
κουβέντιαζαν καθισμένες στις εξώπορτες
και πάνω από τα παιδιά που
κλωτσούσαν χαρούμενα τη
μπάλα τους.
Κι άγγιξε
το μαγαζί του Μανόλη του τσαγκάρη
που ιδροκοπούσε μέσα διορθώνοντας
γυναικεία τακούνια
και δρόσισε τον Μάρκο τον χτίστη
που σοβάδιζε το ισόγειο
μιας καινούριας οικοδομής.
Και στρέψαν όλοι απορημένοι το κεφάλι να δουν
ποιος είναι αυτός που περνάει.


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Αλλιώτικα βράδια, τραγούδι





Σε κάτι απόμερα σοκάκια νυχτωμένα
που το φεγγάρι τα ξεχνάει όταν βγει
που στις αυλές ρούχα δουλειάς είν’ απλωμένα
σε ντενεκέδες φυτεμένο γιασεμί

όταν ξωμάχος κουρασμένος ‘ρθει το βράδυ
καύτρες τσιγάρων θά χει αστέρια το σκοτάδι
κι αντί για φώτα και λαμπιόνια ίσως είδες
να φωσφορίζουνε μικρές πυγολαμπίδες

Γίνονται οι στέγες των φτωχών τις νύχτες βάρκες
ψυχές που χόρτασαν τους βράχους και τις ξέρες
στις θάλασσες του ουρανού τους κάνουν τσάρκες
και ονειρεύονται καλύτερες ημέρες

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Αμφιβολία, ποίημα












Όνειρο ναυαγού ξεβρασμένου
Στους Φαίακες
Κύκλωπες, Σειρήνες και Χάρυβδη
Όμως ζητούσε η Ναυσικά παραμύθια
Με δράκοντες
Κι έπρεπε κάτι να πω
Για να είμαι σε ευεργέτες ευχάριστος

Μόνο τα βράδια
Που ξαπλώνω στο στρώμα μου
Μια αμφιβολία βασανίζει τη σκέψη μου
Μήπως κι αυτά που σας λέω είν' όνειρο
Μια παρενέργεια των Λωτών
Μια ψευδαίσθηση
Κι αργοπεθαίνω στων Λωτοφάγων τη χώρα

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Ξερά φύλλα, ποίημα



Και τα ξερά φύλλα τραγουδούν
Και τα ξερά φύλλα χορεύουν
Τριγυρνούν έξω από τις πόρτες μας
Δίνουν τη δική τους παράσταση 
Στους δρόμους και στις πλατείες
Σέρνονται στα λιακωτά
Τα απογεύματα του Σεπτέμβρη
Και θυμούνται
Παραμιλούν μυστικά στον άνεμο
Ώσπου να τα νοτίσει η βροχή
Να τα κρατήσει η γη
Να τα αφομοιώσει

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Αινιγμάτων ειδήμων, ποίημα















Απεδείχθης Θηβαίος
Κορίνθιε ξένε
Ως σωτήρας της πόλης
Τις μεγάλες μας πέρασες πύλες
Αινιγμάτων ειδήμων
Μα ο ίδιος εσύ ένα αίνιγμα

Θηρευτής του δικαίου
Ή θήραμα;
Μιαρός ή αγνός;
Της σοφίας το ίνδαλμα
Μες στην άγνοια στάθηκες

Και απήλθες τυφλός
Ρημαγμένος, γυμνός από αίσθηση
Μα στα μάτια μας μπρος
Η οδύνη σε ύψωσε

Καθαρά πια οράς
Των ανθρώπων τους δρόμους
Που διάβηκες

Ως εξόριστος ζεις
Τους χρησμούς της ζωής
Ερμηνεύοντας

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Μέρες




Τι έχουν κάποιες μέρες
και δεν περνούν
τι τις πονά
και είναι δακρυσμένες 
τι θέλουν 
και ζητιανεύουν στην πόρτα μας;

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Αντιστάσεις, ποίημα
















Εκείνο το τσιγάρο δεν ήθελε
να σβήσει
Επέμενε να καπνίζει 
όσο κι αν το πατούσαμε 
στο τασάκι

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Ήθελα τόσο, τραγούδι










Ήθελα τόσο να μου πεις 
πως μ’αγαπάς
είχα ανάγκη να ακούσω 
αυτή τη λέξη
σαν συμφωνία του Μπετόβεν 
της χαράς
ένιωσα μέσα μου τον πόθο
και την έλξη

Είχα κλειστεί στα γκρίζα τείχη μου
καλά
σαν μαγεμένος απ’ της νιότης μου
τη ρέμβη
κι ήρθες σαν άνοιξη Βιβάλντι που
σκορπά
μύρα και χρώματα στη μέση του
Δεκέμβρη

Ήθελα τόσο να μου πεις
πως μ’αγαπάς
νά ‘μαστε οι δυο σαν το αντάτζιο του
Αλμπινόνι
μια αρμονία της ψυχής
που αναζητάς
που δεν θα βρεις ποτέ στον κόσμο
αν είσαι μόνη


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Η ίδια ιστορία, τραγούδι












Μία δερμάτινη βαλίτσα 
του πατέρα
είχε από χρόνια στο πατάρι
ξεχαστεί
ποιος το περίμενε ότι θα ‘ρχόταν
μέρα
που κάποιος άλλος θα την ξαναχρειαστεί

Έριξε μέσα ρούχα και ζεστές φανέλες
στρίμωξε πάνω δυο μεταπτυχιακά
φωτογραφίες για τις άδειες κρύες μέρες
κι ένα προφίσενσι που πήρε στ’ αγγλικά

Στον ίδιο πέτρινο σταθμό
ίδια ιστορία
σκηνές που είδαμε παιδιά στο σινεμά
ένα εισιτήριο που γράφει Γερμανία
και μια κοπέλα δακρυσμένη που κοιτά

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Προσευχή, ποίημα


 Τοιχογραφία της Ιεράς Μονής Διονυσίου του Αγίου Όρους

Δώσ' μου ένα νεύμα
μην αργείς
η νύχτα ερημιά παντού απλώνει
Πέφτει βαριά επάνω στις ψυχές
σαν μέγκενη τις σφίγγει και τις λιώνει

Έριξα την καρδιά μου στη σιωπή
λόγια χαράς δεν βγαίνουν απ’ το στόμα
Χιλιάδες γύρω οι νεκροί
έσυραν τις ελπίδες μου στο χώμα

Πες μου από πού να κρατηθώ;
Ο φόβος χάσκει σαν πηγάδι εντός μου
Και σκέφτομαι ποιο νά'ναι πιο βαθύ
το φρέαρ της αβύσσου ή του κόσμου;

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Σαν σκύλος του Παυλώφ, ποίημα



Φύσηξ’ αέρας 
κι έκλεισε 
τη σιδερένια εξώπορτα
Μέσα μου κάτι σκίρτησε
και σφίχτηκε η καρδιά μου
Κι ας ήξερα πως χρόνια πια 
δεν επιστρέφει απ’ τη δουλειά 
τα δειλινά 
ο πατέρας


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Ποιητές, ποίημα













Κάτι κίτρινα φύλλα
που δε λένε να εγκαταλείψουν
το δέντρο
που αντιστέκονται 
στον αδιάκριτο άνεμο
που περιμένουν το χιόνι

Κάτι χελιδόνια
που δε φεύγουν 
για ζεστότερα μέρη 
μέχρι να μοιράσουν 
το χρυσάφι του πρίγκιπα

ενώ το ξέρουν 
ότι ο χειμώνας φθάνει
ότι ο χειμώνας 
βρίσκεται στην πόρτα

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Η εξομολόγηση ενός ασύμμετρου, ποίημα









Σας λέω, σε κύκλους και παρέες
δεν χωράω
Έχω γωνίες αιχμηρές
 
που αγαπάω
Όσο με σφίγγετε εγώ
θα σας πληγώνω
Και δεν το θέλω να σας δίνω
τέτοιο πόνο


Κι από μικρός στη μέση
έχω ακαμψία
Μ’ ενδιαφέρει όμως πάντα
η ουσία
Κι ενώ με πάθος και χαρά
στην τέχνη δίνομαι
Ποτέ στο τέλος στο κοινό
δεν υποκλίνομαι

Έχουμε ανάγκη τις γενιές
μα και τα σμάρια
Υπάρχουν όμως στη ζωή
κι απομεινάρια
Άλλα όπως χτίζεται το σπίτι
πάν για πέταμα
Κι άλλα θα μπούνε στη σκεπή
για νά ‘ναι αέτωμα

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Η μύγα, ποίημα
















Μισούσε τα έντομα
Τον βάραινε όμως 
Τόση μοναξιά
Που επέτρεψε σε μια 
Παλιόμυγα
Να περιφέρεται ελεύθερα
Στο σπίτι

Αλέξανδρος Βαναργιώτης