Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Ενώ τα μπλέντερ
του Μίδα
πετσοκόβουν ιδεολογίες και θρησκείες
συμφύροντας στην πιατέλα της ύπαρξης
σκουπίδια, αρπαχτές και φόβο
Ενώ η χώρα πνίγεται
στην αποφορά των υπονόμων
προϊόν της ευωχίας
συνδαιτυμόνων
Ανάμεσα στα σκοτεινά δάση 
διαπλοκής
και στις βόρειες οροσειρές λαγνείας 
υπεροχής
Ένα μικρό λουλουδάκι
-η αθωότητα-
θα σπάσει πάλι με τη ρίζα του το βράχο
στέλνοντας το μεθυστικό του άρωμα
στην αιωνιότητα

Α.Β

Περί σπηλαίου


Έπαιζε μια παρέα παιδιών μια άνοιξη έξω στο φως
Έτρεχαν στα καταπράσινα λιβάδια
Μάζευαν παπαρούνες και μαργαρίτες
Κάποια στιγμή έφτασαν στην άκρη ενός σπηλαίου
Από περιέργεια θέλησαν να μπουν μέσα
Ήταν κατηφορικό το έδαφος
Γλίστρησαν κι άρχισαν να κατρακυλούν
Κατέληξαν στον σκοτεινό πάτο
Πριν καταλάβουν τι συμβαίνει
κάποιος πέρασε στα πόδια τους αλυσίδες
Κάθε μέρα τους έφερνε τροφή και νερό
Άναψε και πίσω τους μια φωτιά
για να ζεσταίνονται και να βλέπουν
Τ' απογεύματα κουνούσε στην πλάτη τους κάτι μαριονέτες
Παρακολουθούσαν τους ήσκιους στον τοίχο
Στην αρχή προσπάθησαν να ελευθερωθούν
Όταν όμως κατάλαβαν πως ήταν αδύνατο
παρέμεναν αποκαμωμένα, ήσυχα στη γωνιά τους
Πέρασαν χρόνια πολλά, μεγάλωσαν
Ξέχασαν
Σιγά σιγά συνήθισαν
Πίστεψαν ότι η ζωή είναι οι ήσκιοι στον τοίχο
Ότι ήλιος είναι η φωτιά που έκαιγε πίσω τους
Άρχισαν να λένε κι αστεία 
ή να συναγωνίζονται ποιος θα πει το μεγαλύτερο ψέμα
Αν κανείς θυμόταν τον ήλιο 
και τ' αληθινά παιχνίδια
ήταν βέβαιοι ότι είδε όνειρο
Αν επέμενε ότι η ζωή δεν είναι αυτή
τον έλεγαν επαναστάτη
κι άπλωναν τα χέρια και τον χτυπούσαν
Μια δυο φορές τα δεσμά έσπασαν
Ο πρώτος σύρθηκε έξω από τη σπηλιά
και δεν γύρισε ποτέ
Ο δεύτερος επέστρεψε
Τους μίλησε για το φως και τα λιβάδια
Άκουγαν βλοσυροί οι αρχηγοί
αυτοί που έλεγαν τα καλύτερα ψέματα
που έτρωγαν δικαιωματικά τις μεγαλύτερες μερίδες
Θέλησαν να σκοτώσουν τον εισβολέα
Ήταν όμως δειλοί κι ανόητοι και δεν τα κατάφεραν
γι' αυτό με ψέματα έστρεψαν τους πολλούς εναντίον του
Ένα βράδυ τον βρήκαν γονατιστό να προσεύχεται
Όρμησαν τότε όλοι μαζί, τον βασάνισαν
και στο τέλος τον σκότωσαν
Έπειτα ήσυχοι επέστρεψαν στη μακάρια
ησυχία τους
και ο δημιουργός των ψευδαισθήσεων
για να τους ευχαριστήσει
άρχισε πάλι να παίζει τις μαριονέτες του

Α.Β

Αμηχανία


"Πέρασα χαρές, γάμους, βαφτίσια
είδα εγγόνια και δισέγγονα
μα σαν να μην ήμουν εκεί"
εξομολογούνταν στη φίλη της
η ηλικιωμένη κυρία
και τα μάτια της έτρεχαν ασυγκράτητα
"Έχω χάσει παιδί, ένα καμάρι,
πώς να το ξεπεράσω"
κι αναφερόταν στον προ πολλών ετών
αυτόχειρα γιό της
Στο νου μου ήρθε μια καμένη από εμπρησμό
ελιά
που ξέμεινε
στις πλαγιές του Διστόμου
'Εστεκε εκεί βουβή κι αμέτοχη
μέσα στις χίλιες γλώσσες των εντόμων
στον οργασμό της μεθυσμένης άνοιξης
και στη χαρά της Ανάστασης

Α.Β
Θ' αναστηθεί ο Χριστός
Πρόσθεσαν κι άλλες κουστωδίες
και λίθους
Όμως βραδείς τη καρδία κι ανόητοι
δεν ξέρουν τι τους γίνεται
Ο ληστής με τα ματωμένα
μέλη
θα πει μνήσθητι
Η πόρνη
συντετριμμένη
θα δείξει τα μυρωμένα
μαλλιά της
Οι απελπισμένοι
οι διψασμένοι
οι εν φυλακή
θ' αναφωνήσουν
ελέησον
κι η κυρα Δήμητρα
θ' ακουμπήσει στη χάρη του
την κούραση της αγάπης
να φροντίσει
παιδιά κι εγγόνια
Τότε θ' αποκυλιστούν οι λίθοι
θα σκορπιστούν οι κουστωδίες
κι ο νεανίσκος
περιβεβλημένος λευκή στολή
θα πει: ἠγέρθη οὐκ ἔστιν ὧδε...

Α.Β
Προσπάθησε σκληρά
ν' ανταποκριθεί στις προσδοκίες
των γονιών
Όλες κλεισμένες στ' όνομά του
Ιούδας, δηλαδή, " Ο Θεός έχει υμνηθεί"
Έδειχν' ακριβοδίκαιος
γι' αυτό οι μαθητές τού 'δωσαν το ταμείο
Του κακοφάνηκε 
με την αδελφή του Ελεάζαρ
Όχι που σκούπισε με τα μαλλιά της
τα πόδια του Ιησού
μα για τα τριακόσια δηνάρια
του αρώματος
που θα δίνονταν σε φιλανθρωπίες
κι επιπλέον γιατί ο Ιησούς τον επετίμησε
όταν βρήκε το θάρρος και παραπονέθηκε
"Μα Κύριε..." μονάχα πρόφθασε να πει
Μια σύγχυση βαθιά τον δίχαζε
Η σκέψη του στο πρέπον κολλημένη
προσπέρασε εκ γενετής τυφλούς
Παράλυτους να κουβαλούν κρεβάτια
Πληγώθηκε "Ποιος είν' αυτός;..."
γι' αυτό μετά το δείπνο, στις Ελιές
τον έδωσε μ' ένα φιλί
Ύστερα πήγε και έφτιαξε θηλιά
όπως αυτοί που δεν αγάπησαν ποτέ
και νιώθουν κι απ' τον εαυτό τους
προδομένοι

Α.Β
Πόσο αθόρυβα
πέρασε η ζωή μας
Πόσο ανεπαίσθητα
μέσα στην ταραχή
έτσι που επάλληλες
έσπρωχναν οι γενιές
κι έσκαγαν σαν τα κύματα
η μια πάνω στην άλλη
καθώς αλύπητα
του χρόνου οι αληγείς
τις ρίπιζαν διαρκώς
και τις ωθούσαν
Κεραίες πάνω στις σκεπές
όνειρ' ασπρόμαυρα
μας έραιναν κι ελπίδες
Σαν τσίχλα μηρυκάζαμε 
το ψέμα
Καιροί ευμάρειας
κορίτσια θελκτικά
ραστώνη στα νησιά
τ' Αύγουστου μεσημέρια
Έξω από την ακτή
ναυάγησ' η χαρά
Στους Φαίακες
δεν έφτασ' η σχεδία
Ξυπνήσαμε γυμνοί
στις πέτρες
στους σκορπιούς
και γύρω λαίμαργα
τα όρνια κάνουν κύκλους
Πόσο αθόρυβα
κύλησε η ζωή μας
Πόσο αθόρυβα
και πόσο τραγικά

Α.Β
Είμαστε θραύσματα 
ενός σπασμένου βράχου
Το κύμα θα μας παρασύρει 
στην κοιλιά της θάλασσας
Θα συρθούμε, θα λειανθούμε
και χρόνια μετά 
θα μας ξεβράσει
μια πλημμυρίδα
σε αμμώδη παραλία
Είμαστε θραύσματα 
ενός σπασμένου βράχου
Πάνω μας θα περπατήσουν 
αμέριμνες πατούσες παιδιών 
Κι ύστερα θα γεμίσουμε
τα πλαστικά κουβαδάκια τους
όταν με τόσο τραγική
σοβαρότητα
θ' αρχίσουν να υψώνουν
κάστρα και πύργους

Α.Β
Δεν αγνοούσε ο Ξέρξης
ούτε στον Άθω 
του Μαρδόνιου τα ναυάγια 
ούτε στον Μαραθώνα
την ταπείνωση του Άγη
Μα είν' η έκσταση
που η δύναμη σε φέρνει
κι όλο ξεχνάς
του Αχιλλέα 
τη φτέρνα
και τα μικρά κενά
πού χουν οι πανοπλίες
και βρίσκουν δρόμο 
του Δαβίδ οι πέτρες
Κι έτσι τα παίγνια των Ελλήνων
δεν τα είδε
που τον εφέλκυσαν
κοντά στη Σαλαμίνα
Κι η θάλασσα που έδειρε
φριχτά τον τιμωρούσε
Στενή λουρίδα, βούρδουλας
τα πλοία του ρουφούσε
Υψώνονταν το Αιγάλεω
καλύτερα να δει
κι ο Αρτάβανος ο Υρκανός
τρόχιζε το μαχαίρι
Α. Βαναργιώτης

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

α΄
Τις νύχτες
πού όλα ησυχάζουν
ακούγονται 
οι αναστεναγμοί
του Ληθαίου
β΄
Σαν σκουλαρίκι αργυρό
που έπεσε απ' τ' αυτί
πανέμορφης κόρης
η ημισέληνος
μοιάζει
γ΄
Στον Καραβόπορο
κάτω απ' τη γέφυρα
τραγουδά το ποτάμι
Πάνω
σαν σκύλος
αγριεμένος
αλυχτά
η λεωφόρος

Α.Β
Πάνω στις έλικες του μυαλού 
ξαπλωμένοι με χάρη
χθεσινοί εαυτοί σου
Μια χαμαικοιτία ονείρων
σ' εμβρυακή στάση
Γαλακτοτροφούσα η μνήμη
σε σπρώχνει
σε κατωφερείς σπείρες,
τσουλήθρες μακριές
όπως τα "φιδάκια"
που σ΄έφερναν
λίγο πριν το τέλος
πάλι στην αφετηρία
Πώς χαίρεσαι τον γνώριμο
δρόμο να βαδίζεις
Τρελαίνει ο άνεμος
τους λεπτοδείχτες
και ριγούν 
τα στάρια
Έδωσες για επισκευή
το καλό σου ρολόι
σε μάστορα
παλαιοημερολογίτη
Έτσι θα αποφεύγεις
συναπαντήματα οχληρά
με τόσους άγνωστους
απ' το αύριο
που επίμονα σε κοιτάζουν

Α.Β

Η Πόλις εάλω


-Πόσο μελαγχόλησε αυτός
ο τόπος-
Σωρεία
θεριακλήδων ατμιστών
με το μηχανάκι της νικοτίνης στο στόμα
και κατά διαστήματα
συμπλήρωμα Μάρλμπορο
δίπλα δίπλα
με τη σωρεία 
αποτριχωμένων αντρών
-στήθος, μασχάλες και πόδια
και μια κρέμα νυκτός 
για τις ρυτίδες-
παρακολουθεί στη γιουροβίζιον
μουσάτους με τουαλέτα
κι αηδιάζει
-Πόσο αρρώστησε αυτός
ο τόπος-
Στη βουλή
κουστουμάτοι κλέφτες
ανησυχούν
αν οι παραλίες
της χώρας που έκαψαν
θα γεμίσουν
απ' τα γαλατσιάρικα κορμιά
των βόρειων ανθελλήνων
που λατρεύουν τον ήλιο μας
-Πόσο κουράστηκε αυτός
ο τόπος-
Ιδεολογίες, αγώνες, επαναστάσεις
ξεψυχούν στα βιβλία 
Η μπότα των πανελλαδικών
χρόνια
ισοπεδώνει την παιδεία
Ανήμερα της άλωσης 
οι μαθητές εξετάστηκαν
στην ιστορία
κατεύθυνσης
Είναι γνωστό
πως τα τείχη δεν συντηρήθηκαν
Ακούγονται οι ιαχές των αλλόθρησκων
Το χρυσάφι τελείωσε
Στρατός δεν υπάρχει
Όπλα δεν έχουμε
Τι να σου κάνει ένας Παλαιολόγος
Δεν βλέπετε που κάποιοι
ξεκλειδώνουν 
την κερκόπορτα;

Α.Β

Στα μέρη του λύκου

Όταν στα μέρη του λύκου
σε χτυπούν φιλικά στην πλάτη
να φοβάσαι
Είναι μέρος της τελετής
πριν το γεύμα
Κάνε την ψυχή σου χαλίκι
στα αιχμηρά δόντια τους
Άπλωσε τις αισθήσεις
για παγίδες και δόκανα
Δέσε ένα μίτο 
να ξανάβρεις την πατρίδα
Ξέρεις από λαβυρίνθους
και Μινώταυρους
ξέρεις τα "δίκαια" 
κρεβάτια του Προκρούστη
Κι όταν γυρίζεις νικητής
-Νίκη είναι η ζωή
μην το ξεχνάς-
Να πεις στο πλήρωμα
ν' αλλάξει τα πανιά
Στο Σούνιο
σε περιμένει
ο Αιγέας
γέρος πολύ
και γύρω του παιδιά
που 'χαν
σειρά στη μιαρή
θυσία

Α.Β

Ωραίο καλοκαίρι


Ενώ ψιχάλιζε στα μάτια
και στο φως
εχθές 
κάτω από σύγχρονους
μοντέρνους φανοστάτες 
εις την πλατείαν του Ρήγα
του Βελεστινλή 
ένθα εξετέθησαν
παλαιά
εις θέαν κοινήν
του Βελουχιώτη
αι κεφαλαί και του Τζαβέλλα 
με πενιχρή γιορτή
τιμήσαμε τον Άρη
Στα πέριξ 
επί της Ασκληπιού
στο πλάζα, το σαντέ
ή το μπαρούζ
το φρέιμ, το μπονζούρ
και τα λοιπά
- ονόματα ακραιφνώς Ελληνικά!-
θαμώνες 
μ' εισαγόμενα ποτά
του φόβου τους
την πνιγηρή θηλιά 
για ένα grexit
πάλευαν να σβήσουν
Πόση ιστορία
στου Ληθαίου τα νερά
Πόσο αίμα
στ' απειλητικό
του Κόζιακα 
το πέτρινο τσουνάμι
Α.Β

Τα βράδια 
που ξυπνάω ιδρωμένος
και γύρω το δωμάτιο φωτιά
βγάζω απ' τα μπαούλα 
της ψυχής μου
τα καλοκαίρια μου τα παιδικά
Τα βλέπω ν' ανεμίζουν
στο ταβάνι
σαν σημαιάκια στων αγίων
τις γιορτές
Πόσα ταξίδια 
το μυαλό μπορεί να κάνει
όταν ανοίγεται
στις θάλασσες του χθες
Μετά τα βλέφαρα σιγά σιγά 
βαραίνουν
κοιμάμαι όπως κοιμούνται τα μωρά
πού' ναι χορτάτα
και που πια δεν περιμένουν
τίποτα πέρα από του ύπνου
τη χαρά
ΑΒ


Θά 'ναι το "όχι"
του Οδυσσέα η κρύα λόγχη
στους αδηφάγους τους μνηστήρες
Κλητήρες
που θέλανε να γίνουνε αφέντες
Άλλοι θα τους μασήσουν σαν τις μέντες
Μαζέματα στου χρόνου την απόχη
Η ιστορία γράφεται με "όχι"
Αμφίνομοι, Αντίνοοι κι Αγέλαοι
Ευρύμαχοι του ενός και μόνο τρόπου
παράσιτα του κόσμου και του τόπου
αγέλαστοι και μοχθηροί κι αβυσσαλέοι
λύκοι δειλοί, μα στην αγέλη θαρραλέοι
μπορεί να ξεπουλιούνται οι λαοί
μα στην πανέμορφη μικρούλα τούτη κόχη
πριν την ταπείνωση θα υψώνεται η ψυχή
και θα φωνάζει "όχι"
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Τη μέρα θαρραλέος
ανθεκτικός
χαμογελάς
γεμάτος ελπίδα
και πίστη στον άνθρωπο
Τις νύχτες
στα όνειρα
ανυπεράσπιστος
φωνάζεις "μάνα"
και πετάγεσαι στο σκοτάδι
τρομαγμένος

Α.Β

Σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου

Σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου 
Γένεσις 1,2
Σκότος επάνω της αβύσσου
κι η άβυσσος εντός μου
Δεν ξέρω πια ο δυστυχής
ποιος είναι φίλος
ποιος εχθρός μου

Α.Β


Η ετυμολογία του φωτός:

το σήμερα


Α.Β

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Μέγα και παράδοξον θαύμα

Μέγα και παράδοξον θαύμα
Υπάρχουν λουλούδια
που τρυπούν την άσφαλτο
Δε ζουν πολύ
Η εξάντληση της πάλης
η επικινδυνότητα της θέσης
θα τα καταβάλουν
Το θαύμα όμως έχει συντελεστεί
Είναι η ανύψωση
προς τον ήλιο
ενός σπόρου
που δεν του δόθηκε
ελπίδα
Η ηδονή των ρωγμών
στο συμπαγές ολέθριο κατράμι
και τα χαμόγελα των εωρακότων
είναι
μπρος στην παράδοξη
και ευφρόσυνη
έγερση


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

ο σκόρος

Στα πάνω ντουλάπια
ροκανίζει ο σκόρος
τις μνήμες
Ξεσκαρτάρισμα
σε στοίβες άδεια χρόνια
Ακέραια μένουν
ταπεινά υφάσματα στιγμών
εξ αρχής συνθεμένα
με γερή αντισκορική πλέξη

Με τα μελτέμια του Αυγούστου

Με τα μελτέμια του Αυγούστου
γυρνά του χρόνου η ανέμη
Βροχούλες προμηνά η ΕΜΥ
Καιρός Ελλάδος κάθε γούστου
Στην πόρτα κι οι γιορτές του τρύγου
Ώρες θανάτου κι ώρες μέθης
Ζωή, τι όμορφα που γνέθεις
όσα έρχονται και όσα θα φύγουν
Ώριμοι οι καρποί στα δέντρα
βαριεστημένα λες τα φύλλα
"Να πάρουμε δυο τόνους ξύλα
φέτο ο χειμώνας θά 'ναι οχέντρα"
Τρέχουν οι μέρες σαν τον γάτο
π' άχυρα κυνηγά στη δίνη
Έπεσε λίγο η βενζίνη
Στη Σοφοκλέους πιάσαν πάτο
Κι ενώ οι πολλοί χάνουν-κερδίζουν
κάποιοι απόκληροι στη χώρα
δεν είχαν χθες, δεν έχουν τώρα
μ' ακόμα στ' αύριο ελπίζουν

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Συνομιλία με τη θλίψη των ποιητών

Θα πνίξεις μέσα σου
χιλιάδες μυστικά
που δεν χωρούν
στην ποίηση
και στη ζωή σου
Θα ζεις μια κόλαση
μεγάλη και βαθιά
Κι αν σε ρωτούν
θα λες πως είν' επιλογή σου
Γέλια, φιλιά
και παραλίες κι αμμουδιά
μ' από τη μάσκα πίσω 
αφόρητος ο πόνος
Είτε τον λεν 
μέσα στο πλήθος μοναξιά
είτε διάσπαση 
στο σπίτι που 'σαι μόνος
Θά' ναι ένα πένθιμο
του κόσμου δειλινό
ζέστη πολλή
και καυσαέριο 
στους δρόμους
Θα έχει βγει ωχρό φεγγάρι 
μακρινό
και θα ψηφίζουν 
στη Βουλή τους νέους νόμους

Έναν Ιούλιο
θλιμμένο θα χαθείς
σαν Καρυωτάκης 
ή τουλάχιστον Ουράνης
Βεγγαλικό 
μέσα στην πόλη θα υψωθείς
κι όπως θα καίγεσαι 
μία ευχή θα κάνεις

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Η λιτανεία του Αυγούστου



Ένα μελτέμι ο Αύγουστος
στα μέτωπα 
των συνοδοιπορούντων
σε λιτανεία θλιβερή
Μπροστά πάντα οι εκλεκτοί
Οι άρχοντες
που λόγους θα εκφωνήσουν
με τα κοστούμια τα λινά
και τ' ανοιχτά πουκάμισα
ή τις σφιχτές γραβάτες
όπως αρμόζει σε πομπή
που ενταφιάζει χώρα
Πίσω σκυφτοί οι αφανείς
ζώντες και τεθνεώτες
με σταθερό βηματισμό
χρόνια εξασκημένοι
τις μπάντες να ακολουθούν
και να θρηνούν με οιμωγές
τα χρόνια που δεν ζήσαν

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Φεύγει η χώρα

Φεύγει η χώρα
Απομακρύνεται
από τα παζάρια
και τις αγορές
μ' ένα δισάκι ιστορίας στον ώμο
Πρόσφυγας
στις ψυχές
κείνων που την αγάπησαν
και μπορούν ακόμη
ν' αναγνωρίζουν
τη μυρωδιά απ' τη ρίγανη
και το θυμάρι 
τις αποχρώσεις του γαλάζιου
τη γεύση από την ελιά
και τη θλίψη
την αιώνια θλίψη
των αγαλμάτων
Φθίνει η χώρα
μαζί με τις οπώρες
μικραίνει ο ήσκιος της 
βαθαίνει μέσα μας παράξενα
τούτο το φθινόπωρο
της Βαβέλ
τούτο το φθινόπωρο
της μετοικεσίας Βαβυλώνος

Αλέξανδρος Βαναργιώτης