Κρύβω συχνά τα μακριά μου χέρια στις τσέπες Κάποτε ήταν άδειες Έβραζε όμως κάτω από το λεπτό τους ύφασμα γεμάτο σφρίγος το σώμα μου Τώρα γεμάτες αποδείξεις και κέρματα βαραίνουν και σκίζονται Κι αναρριγώ στην ψαύση των χεριών στην κρύα κι ανόρεχτη σάρκα τη σάρκα μου
Εξακολουθώ να υπάρχω γιατί μερικές φορές μες στα στενά μου γνέφουν ακόμη απλωμένες μπουγάδες Μπορώ έτσι να ονειρεύομαι τον καιρό που δεν μας είχε η ζωή προσπεράσει
Μας προσπέρασε η ζωή όπως τότε που άργησε η μητέρα να 'ρθεί και βλέπαμε από μακριά να φεύγει το λεωφορείο που θα μας πήγαινε για το καλοκαιρινό μπάνιο
Έσπασε το φράγμα του χρόνου κι η μνήμη πλημμύρισε πάνω απ' το αύριο
Δεν μεριμνήσαμε επαρκώς για μια βάρκα, μια σχεδία ή ένα σωσίβιο
Δεν μεριμνήσαμε επαρκώς Από τώρα και στο εξής θα παλεύουμε γυμνοί με τα κύματα.
Να κάθεσαι στις όχθες του Ληθαίου του ετέρου ποταμού περί την Τρίκκην και να κοιτάς την πόλη να κυλάει στο κάστρο του Ιουστινιανού, στις ντάπιες, στο Βαρούσι και στο τζαμί του Σαχ Οσμάν με του Σινάν την τέχνη
Να κάθεσαι στις όχθες του Ληθαίου και ν’ αφουγκράζεσαι τ’ Ασκληπιού την πόλη, του Σακαφλιά, του Βίρβου, του Τσιτσάνη στην κεντρική τη γέφυρα, την τοξωτή, των Γάλλων από το χθες στο σήμερα μαριόλα να περνάει
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Όλο Πάσχα θυμόμουν μικρός όλο Πάσχα κι Ανάσταση στο χωριό, στο Δομοκό σε πλατείες στα Τρίκαλα Τώρα που βαθαίνουν τα χρόνια απ' τις μνήμες ανασύρω συχνότερα Γολγοθά Μ' επισκέπτεται συχνότερα η σταύρωση
ΑΒ
Πέραν του χειμάρρου των κέδρων όπου ήν κήπος... Έρχεται μετά φανών και λαμπάδων... Και κατεφίλησεν αυτόν...
Ως φαίνεται η προδοσία προτιμά τα ωραία μέρη τις όμορφες λέξεις Υποκρίνεται φως κι ενδύεται την τελετουργία της αγάπης
ΑΒ
Κι όταν έρθουν να μας ρωτήσουν ποιοι είμαστε εμείς εσένα θα δείξουμε, Κύριε Κι όταν ρωτήσουν ποιοι είναι οι γονείς και τα παιδιά μας εμείς πάλι εσένα θα δείξουμε, Κύριε Δεν έχουμε άλλη γλώσσα παρά εσένα, Κύριε Δεν έχουμε άλλα διαπιστευτήρια πέρα από τις πληγές της αγάπης Δεν έχουμε άλλα νοήματα πέρα από την Ανάσταση
Α.Β
Είναι η μόνη μέρα που τολμάμε να σ' αγγίξουμε, Κύριε Η μόνη μέρα που δειλά σε σηκώνουμε στους ώμους Ξέρουμε πια ότι καταλαβαίνεις τη φρίκη της θνητότητας την οδύνη και την ταπείνωση της πονεμένης σάρκας Κι όταν είπες εκείνο το ει δυνατόν παρελθέτω απ' εμού πόσο δικό μας σε νιώσαμε, Κύριε πόσο έναν από μας