Παραμονές πρωτοχρονιάς
Είδα τη μάνα
σε μιαν άδεια ακρογιαλιά
Απρίλης ήταν, περπατούσαμε μαζί
σε μιαν άδεια ακρογιαλιά
Απρίλης ήταν, περπατούσαμε μαζί
Τ’ απόγευμα τη μάλωσα
«Δεν ήρθες να μ’ επισκεφτείς
Λίγο να μάθω πώς περνάς
Πάει πολύς καιρός
που σ’ όνειρο δεν σ’ είδα»
«Δεν ήρθες να μ’ επισκεφτείς
Λίγο να μάθω πώς περνάς
Πάει πολύς καιρός
που σ’ όνειρο δεν σ’ είδα»
Είχε έναν ήλιο δυνατό
Ζεστή η θάλασσα
μα ένας ποταμός
με λάσπη θόλωνε τα ολόχρυσα
νερά
Ζεστή η θάλασσα
μα ένας ποταμός
με λάσπη θόλωνε τα ολόχρυσα
νερά
Της είπα
«Στα νερά θα μπω
Πολύ μου αρέσει η θάλασσα
ζεστός αν είν’ Απρίλης»
Έγνεψε εκείνη τρυφερά
με χάιδεψε η ματιά της
«Πρόσεχε» είπε «μην πνιγείς,
βαθιά πολύ και σκοτεινά
είν’ τα νερά της μνήμης»
Μετά μου λέει κάποια στιγμή,
«Φεύγω, δεν είμαι για πολλά».
Κι ύστερα στάθηκε ξανά
και με το χέρι από μακριά
με χαιρετούσε
ΑΒ
«Στα νερά θα μπω
Πολύ μου αρέσει η θάλασσα
ζεστός αν είν’ Απρίλης»
Έγνεψε εκείνη τρυφερά
με χάιδεψε η ματιά της
«Πρόσεχε» είπε «μην πνιγείς,
βαθιά πολύ και σκοτεινά
είν’ τα νερά της μνήμης»
Μετά μου λέει κάποια στιγμή,
«Φεύγω, δεν είμαι για πολλά».
Κι ύστερα στάθηκε ξανά
και με το χέρι από μακριά
με χαιρετούσε
ΑΒ