Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Παραμονές πρωτοχρονιάς

Παραμονές πρωτοχρονιάς
Είδα τη μάνα
σε μιαν άδεια ακρογιαλιά
Απρίλης ήταν, περπατούσαμε μαζί
Τ’ απόγευμα τη μάλωσα
«Δεν ήρθες να μ’ επισκεφτείς
Λίγο να μάθω πώς περνάς
Πάει πολύς καιρός
που σ’ όνειρο δεν σ’ είδα»
Είχε έναν ήλιο δυνατό
Ζεστή η θάλασσα
μα ένας ποταμός
με λάσπη θόλωνε τα ολόχρυσα
νερά
Της είπα
«Στα νερά θα μπω
Πολύ μου αρέσει η θάλασσα
ζεστός αν είν’ Απρίλης»
Έγνεψε εκείνη τρυφερά
με χάιδεψε η ματιά της
«Πρόσεχε» είπε «μην πνιγείς,
βαθιά πολύ και σκοτεινά
είν’ τα νερά της μνήμης»
Μετά μου λέει κάποια στιγμή,
«Φεύγω, δεν είμαι για πολλά».
Κι ύστερα στάθηκε ξανά
και με το χέρι από μακριά
με χαιρετούσε
ΑΒ

Οι σκουπιδιάρες

Οι σκουπιδιάρες
Περνούν τα χαράματα
που οι μνήμες μας γέρνουν
του χρόνου αδυσώπητες
βαριές σκουπιδιάρες
Σηκώνουν αλύπητα τους κάδους
και παίρνουν
το χθες μας, τη νιότη μας
το σφρίγος, τις χάρες
Κι εμείς έναν ύπνο
ανήσυχο κάνουμε
που λες πως τα νιώθουμε
εκείνα που χάνουμε
Περνούνε αθόρυβα
περνούνε και πάνε
για κει που όσα έφυγαν
ποτέ δεν γυρνάνε
ΑΒ

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Εμείς όλο αναβάλλαμε
κείνο το τηλεφώνημα
να μάθουμε τι κάνεις
για τις γιορτές "χρόνια πολλά"
να πούμε και "να ζήσεις"
Κι εσύ
σαν πάντα βιαστική
-πού χρόνος για να χάνεις-
έφυγες δίχως ένα "γειά"
λες κι απ' τη γη στον ουρανό
δεν είχε άλλες πτήσεις
ΑΒ
Με τρόμαζε το βάθος
της θάλασσας
μέχρι που αντιλήφθηκα
πόσο βαθύ είναι το δάκρυ
Μ' εντυπωσίαζε
το ύψος των βουνών
μέχρι που συνειδητοποίησα
το ύψος του πόνου
Ακόμα νιώθω δέος
εμπρός στην απεραντοσύνη
του ουρανού
χωρίς όμως να αισθάνομαι την έκσταση που μου γεννά το εύρος μιας ψυχής
ΑΒ

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Περίεργο, σκέφτηκα
Δεν είναι Νοέμβρης αυτός
με τόση ζέστα
Μάλλον ξεχαστήκαμε
σε κάποιο όνειρο καλοκαιριού
Θα μας συνεφέρει ξαφνικά
μια βίαιη πνοή βοριά
που θα σύρει στα πόδια μας
ξεθωριασμένες αφίσες παραλίας
σαν κηδειόσημα ξεγνοιασιάς
ή το απογοητευμένο βλέμμα
ενός πρόσφυγα
που θα περνά δίπλα μας
σφίγγοντας τα δόντια και το παλτό του
Δεν είναι Νοέμβρης αυτός
σκέφτηκα
Τέτοιος καιρός ταιριάζει σε ηφαίστεια
που εκρήγνυνται,
σε χώρες που ξεσπούν επαναστάσεις
Κι αυτή η έντονη μυρωδιά
της αποσύνθεσης
δεν είναι
από το φτωχό αδέσποτο
που χθες ξεψύχησε
στο δρόμο
Κλείνω τα παράθυρα,
τις συσκευές
και πάω να καθίσω
κάτω από ένα δέντρο
που ματώνει
ΑΒ

Τραγούδια να περνούν οι μέρες


Είσαι μια θάλασσα
στου ουρανού την άκρη
μα ένα φθινόπωρο
τα μέσα σου βουρκώνει
Πού να αρχίζει ο καημός
και πού να τελειώνει
Απ’ τη ζωή ως το θάνατο
γλιστράμε σ’ ένα δάκρυ
Είσαι ένα κύμα
που υψώθηκε κι αφρίζει
Στη ράχη σου βοριάς
πήδησε και καλπάζει
Τρέμουν τα σαπιοκάραβα
και το σκαρί τους τρίζει
μα ο ουρανός π' αγάπησες
σκύβει και σ' αγκαλιάζει
Ανθίζει τότ' η θλίψη σου
Καρπίζει η οδύνη
Εξημερώνετ' ο βοριάς
κι έρχεται η γαλήνη.
Α.Β

Είπες πως θα 'ρθεις (τραγούδι)


Είπες πως θα 'ρθεις όταν πιάσουν οι βροχές
όταν στους δρόμους τραγουδάνε
οι σταγόνες
Έχει απόψε ιντερμέδιο στις σιωπές
με κάτι αιθέριες glissando
πριμαντόνες
Είπες πως θα 'ρθεις όταν έρθει η βροχή
Κάπου μακριά παίζει ένα ρέκβιεμ
μία μπάντα
Των αυτοκίνητων στριγκλίζουν οι τροχοί
κι εγώ αμίλητος καπνίζω
στη βεράντα
Είπες πως θά 'ρθεις
Τα φθινόπωρα περνούν
και στην αυλή μας πάλι
θέριεψαν τα χόρτα
Τα βήματά σου περιμένω
ν'ακουστούν
και το κλειδί σου
να γυρνά αργά
στην πόρτα
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Η φθορά
εξ επαγγέλματος δρομέας
μας ακολουθεί μέχρι τα μέσα της
διαδρομής
κι ύστερα ξαφνικά
επιταχύνει
Ασθμαίνοντας πανικόβλητοι
τρέχουμε πίσω της
συνειδητοποιώντας με λύπη
το αναπότρεπτο της ήττας
καθώς τη βλέπουμε
διαρκώς
να πλησιάζει
στο τέρμα
ΑΒ
Ο ναός της Αναλήψεως στη Νομή
Στο εκκλησάκι της Αναλήψεως
για να μη λερωθούμε
με μια σκούπα μάζεψα τις αράχνες 
γύρω από τον σταυρό σου, Κύριε
Μετά σκέφτηκα τη βεβήλωση
Στον μικρό ναό
τη σκόνη και τις αράχνες
καθαγίασε
η υποδοχή του φωτός
που εισβάλλει πανηγυρικά
από τα παράθυρα
τις ώρες του όρθρου
κοντά τέσσερις αιώνες
η ήσυχη κουβέντα
με τους αχνούς αγίους
στις φθαρμένες τοιχογραφίες
και τους λυπημένους
που κάποτε
γονατισμένοι
φώναξαν το "εκέκραξα"
Τόσο φως εμείς ποτέ δεν είδαμε, Κύριε
αδιαλείπτως χωμένοι
στα σκοτάδια
μιας εγωτικής ύπαρξης
ΑΒ
Την άκρη αυτού του ηλιοβασιλέματος
που έφτασε στα μάτια μου
περνώντας θάλασσες, δάση, βουνά
Την άκρη του ηλιοβασιλέματος
που ταξίδεψε πάνω από μικρές και μεγάλες
χώρες
από πλούσιες και φτωχικές γειτονιές
Το ροδαλό φως που έπαιξε
με το ροζ τριαντάφυλλο στον ακάλυπτο
κατηφορίζοντας από ψηλές πολυκατοικίες
για ν' αγγίξει τα μάτια μου
Αυτό το ελάχιστο
μιας στιγμής φθινοπώρου
που κρατάει κάτι από καλοκαίρι
κλειδώνω στην ψυχή μου
στην υποστολή της μέρας
Μια μνήμη ιλαρού φωτός
για τις ώρες
που θα την κυκλώνουν απειλητικά
οι σκιές του θανάτου
ΑΒ
Πνίγηκες
στα μάτια ενός πληγωμένου σκύλου
που σού γλειφε το χέρι
Τα ρούχα σου
ένα ένα σε εγκατέλειψαν
Άρχισε να σε γυροφέρνει
η μυρωδιά του πεύκου
Έπιασες κουβέντα με την αιώνια
ερωμένη, τη σκόνη
Το κορμί σου
έγινε ένας μικρός βροχερός
ουρανός
Καλυψώ, είπες
θα πεταχτώ για λίγο
στην Ιθάκη
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Σεπτέμβρης


Κουφόβραση
πλάγιο φως
φυσάει
Η πόλη ήσυχη
μια θλίψη αναμασά
Μάτια βουβά
βήματα αργά
σαν κάποιοι να επιστρέφουν
από πολέμου
προσκλητήριο νεκρών
και των πεσόντων τα ονόματα
ο αέρας
σε λεωφόρους σέρνει και στενά
μαζί με φύλλα κίτρινα ξερά
και πεταμένες αποδείξεις
σούπερ μάρκετ

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2018

Η τιμωρία



Τόσοι νεκροί
σαν τα πουλιά θα 'ρθούνε
και θα ραμφίζουν
το μυαλό σας κάθε βράδυ
νεκροταφεία θα γεμίσουν τα όνειρά σας
θα τρέμει η ψυχή σας το σκοτάδι
Το αίμα των αθώων θα σας πνίξει
σαν τη θηλιά τους θα σας σφίγγει η γραβάτα
κι όταν χυθεί του κόσμου το μελίσσι
σαν Αρδιαίους θα σας σέρνουνε στα βάτα

Το σεντόνι

Τα βράδια πριν κοιμηθώ 
ρίχνω επάνω μου καλού κακού
ένα λεπτό σεντόνι σκόνης 
Κάνει κρύο τα χαράματα 
όταν απ' τ' ανοικτά παράθυρα
εισβάλλει ψυχρό ρεύμα χρόνου
Αν σε βρει ασκεπή σε νεανικά όνειρα
ιδρωμένο από επιθυμίες και σχέδια
το πρωί ξυπνάς με πόνους επίγνωσης
στον αυχένα και στη μέση
οι αρθρώσεις σου τρίζουν μεταμέλεια
κι ο καθρέφτης του μπάνιου
σε κοιτάζει θλιμμένος

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Το βλέμμα


Έφυγες νωρίς πατέρα
Μια μέρα καθημερινή
Συνηθισμένοι να λείπεις
τις νύχτες
νομίζαμε ότι είσαι εσύ
όταν ακούγαμε βήματα
στο δρόμο
Δεν κοίταξες πίσω
πατέρα
Η μητέρα πού και πού
επιστρέφει
ρίχνει κλεφτές ματιές
ρωτάει τι φάγαμε
μας μαλώνει
Δεν κοίταξες πίσω
Ίσως για να μη δούμε
που δακρύζεις
Έμεινες στις φωτογραφίες
εικόνα μακρινή
με τη στολή
κι ένα βλέμμα λυπημένο
χωρίς επεξηγήσεις
Κι εμείς δεν μάθαμε
ποτέ
τι σε πίκρανε
τόσο πατέρα
Α.Β

Ακινησία


Γλυκό πολύ να προσποιείσαι
Πηνελόπη
Τριγύρω οπωσδήποτε ερωτιδείς μνηστήρες
Μια υποψία πως θα 'ρθει κάποτ' ο Οδυσσέας
Σε υπερώα σκοτεινά
κρυμμένη η μοναξιά σου
Κι οι δούλες να επευφημούν
την τέχνη που υφαίνεις

Σιωπώ

Σιωπώ 
όταν φυσάει ξαφνικά
ένα αεράκι το απόγευμα ζεστό
με τόσ' αθώα γέλια παιδικά
με τόσο χθες και νοσταλγίες φορτωμένο
Σιωπώ
και ψάχνω μέσα μου να βρω
κάτω απ' τη σκόνη τόσης άχαρης ζωής
πίσω από ευτέλειες, συνήθειες κι ενοχές
κείνο το όνειρο
που κλαίει ματαιωμένο
Ξυπνώ καμιά φορά
σ' απομεσήμερα του χρόνου
Μνήμη νεκρή
και προσδοκία καμιά
Μόνο μια έξαψη
που ζω
κι έξω στους δρόμους
τριγυρνά ξεμπλέτσωτο
σαν κάποτε
με μια ανερμήνευτη χαρά
το καλοκαίρι
ΑΒ

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018



Τι λόγια να πει
το μαλθακό μας στήθος
το εκτεθειμένο μόνο στις
μυρωδιές της άνοιξης
Τι λόγια να αρθρώσει
το απύλωτο στόμα μας
που να σταθούν δίπλα
στις κραυγές του θανάτου
Μια μέρα η ζωή μας
στη ζυγαριά του πόνου
Μια μέρα λειψή
γεμάτη λόγια συμπαράστασης
λόγια κατανόησης
εξέγερσης
χωρίς μια έκρηξη καρδιάς
να τα υποστηρίζει
ΑΒ

Η παράσταση


Υπάρχουν μέρες
σκοτεινές, διαβρωτικές
που τις φωτίζει ένα κερί ή ένα λυχνάρι
Φως αμυδρό, ήσκιοι παντού,
θολές σκιές
Στο βάθος μια σκηνή που μας κοιτά
κι ένας σκυφτός απ’ την κουίντα
μουρμουρά
ένα σενάριο
που γράφτηκε για μας
κι ένας σκυφτός απ’ την κουίντα
μας καλεί
σ΄αυτόν τον θίασο σκιών
να ενταχθούμε
ΑΒ

Τόσο που


Τόσο που
σπαράζουμε τη σιωπή
συνθηματολογώντας
και φωνασκώντας
Έτσι που κραυγαλέα
αγορεύουμε
από τα μικρά μας βάθρα
με υποδείξεις, θεωρίες
κι απόψεις
μοιάζουμε πια μ’ αρένα
Και ως είθισται
σε τέτοια μέρη
σε λίγο θα φανούν
κι οι μονομάχοι

Τρίτη 8 Μαΐου 2018

Όσο κι αν προσέχουμε
τις λεπτομέρειες
πάντα θα μας ξεφεύγει
μια πόρτα
που θα τρίζει τις νύχτες
όταν φυσάει
και θα ξυπνά
τα φαντάσματα
ΑΒ
Μπήκε ο Μάιος
σχεδόν πανηγυρίζω
γέγηθα ζων
για τα τοπία τα ολάνθιστα
τ' αρώματα
της μέθης
του ήλιου το ζεστό
το φώς
μα προπαντός
γιατί τις τσέπες μου
έχω γεμίσει Απρίλη
ΑΒ

Είν΄ ένας σβώλος χώμα το κορμί μας
Το πρόσωπό μας τα λουλούδια που ανθίσαν
η τέχνη μας το άρωμα π' αφήσαν
πάνω στον άνεμο που φύσαγ' η ορμή μας
ΑΒ
Ερχόμουν 
από το σχολείο
κι έφερνα δυο λουλούδια
που έκοβα στο δρόμο
Ούτε που ήξερες
ότι ήταν γιορτή 
της μητέρας
Και σε μας 
το θύμιζε η δασκάλα
Μου έδινες φιλί
έβαζες τα λουλούδια
σ' ένα ποτήρι
και γέμιζες
τα πιάτα με φαγητό

Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Τσιγάρα




Και να που τελειώνει το ταξίδι
και στην πατρίδα οριστικά
επιστρέφω
Ξανά θα μπω στην τρύπα μου
σαν φίδι
Στην ξεγνοιασιά
από μακριά θα γνέφω
Όμως θα βρω έναν τρόπο
να ξεφύγω πάλι
Δεν κατεβάζω τη βαλίτσα
από τη σχάρα
Θ' ανοίξω
του Αιόλου το τσουβάλι
Κι αν σας ρωτήσουν
πείτε πήγα για τσιγάρα
                                                            

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

ΣΠΙΤΙΑ ΠΟΥ ΤΑ ΚΑΤΟΙΚΗΣΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ

ΣΠΙΤΙΑ ΠΟΥ ΤΑ ΚΑΤΟΙΚΗΣΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ
Σαν τις γυναίκες του Μαρκόπουλου κρατούν
από όσους τα αγάπησαν μια θέρμη
έναν λυγμό μες στους καιρούς να παραδέρνει
και να θυμίζει πως οι άνθρωποι πονούν
Τώρα ο χρόνος τα 'χει κατοικήσει
ο έσχατος ο εραστής κι ο πρώτος
σαν γκρεμιστούν θα ακουστεί ο κρότος
από τα όνειρα που έχουν ξεψυχήσει
Κύριε, σκόρπισα το λόγο
σε δρόμους και πέτρες
σ'αγριόχορτα κι αγκάθια
και δε φύτρωσε μέσα μου
ένα δέντρο
ν'ανέβω στα κλαδιά και να κοιτάξω
πάνω από τη σκόνη

Σπατάλησα τις λέξεις
σ'ανούσιες συζητήσεις
σε φιλάρεσκες γραφές
και μυθεύματα
και δεν μου 'μειναν
δυο λόγια ν'ανασαίνουν
δυο αγριολούλουδα
ν' αφήσω μπροστά
στο σταυρό σου
Κι έρχεται Πάσχα Κύριε
στα σιδεράδικα
χαλκεύουν ξανά
τα καρφιά σου
ΑΒ

Ερωτικό


Μια σταγόνα αίμα σου
αξίζει περισσότερο απ' τον ήλιο
Για το χαμόγελό σου 
χαρίζω την άνοιξη
Για της καρδιάς σου τους χτύπους
ανταλλάσσω τη μουσική
Η ανάσα σου
κερδίζει το καλοκαίρι
Κι όταν μου μιλάς
ένας Βαν Γκόγκ
ζωγραφίζει σταροχώραφα
στην ψυχή μου
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Η ποίηση


Όταν κοιτάς τον ουρανό
ανάβουν οι αστερισμοί
να δουν το πρόσωπό σου

Ροτόντα


Χρόνια η μάνα
έπλεκε μια μπεζ
ροτόντα
Δεκάδες ρόδακες
σφιχτά σφιχτά δεμένοι
Μια γενεαλογία
της ζωής
και του θανάτου
Αλέξανδρος Βαναργιώτης