Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Τέλειωσαν πάλι οι γιορτές
Θλιμμένοι, άντε, μαζευτείτε
Τα βράδια στις κουβέρτες σας κρυφτείτε
Όπως και πέρσι, όπως και χθες

Άδεια φωλιά ξανά η επαρχία
Μισογεμάτα αναχώρησαν τα τραίνα
Σαν μετανάστες στης πατρίδας μας τα ξένα
Με δόσεις ΔΝΤ η ευτυχία

Φυσάει, βγάζει ήλιο, βρέχει
Κανείς δεν ξέρει πια τι να φορέσει
Σε ποιο μπουφάν η θλίψη να χωρέσει
Ξεχείλισ' η καρδιά και δεν αντέχει

Αγάπη ξεχασμένη σ' άλλα χρόνια
Μόνη χαρά, σ' αναζητώ και δεν σε βρίσκω
Ζω μηρυκάζοντας το τελευταίο ρίσκο
Να κάνουν ματ στο βασιλιά τα πιόνια 


Α.Β
Σαν φαύλος κύκλος η ζωή
ώσπου να κλείσει μια πληγή
άλλη φυτρώνει
Βγαίνει ο ήλιος μια στιγμή
κι ύστερα σύννεφα ξανά
και βρέχει σκόνη.
Σπρώξε τη μέρα να διαβεί
τη νύχτα κράτησε γερά
μην ξημερώσει
Γιατί ο ήλιος σαν θα βγει
αδιάφορος και δυνατός
θα σε πληγώσει
Α.Β
Εξακολουθώ να υπάρχω
γιατί μερικές φορές μες στα στενά
μου γνέφουν ακόμη απλωμένες μπουγάδες
Μπορώ έτσι να ονειρεύομαι
-έστω για λίγο-
τον καιρό που δεν μας είχε
η ζωή προσπεράσει

Μας προσπέρασε η ζωή
Ευτυχία
όπως τότε που άργησε
η μητέρα να 'ρθεί
και βλέπαμε από μακριά να φεύγει
το λεωφορείο που θα μας πήγαινε
για το καλοκαιρινό μπάνιο

Μας προσπέρασε
Έσπασε το φράγμα του χρόνου
κι η μνήμη πλημμύρισε
πάνω απ' το αύριο

Δεν μεριμνήσαμε
επαρκώς Ευτυχία
για μια βάρκα, μια σχεδία
ή ένα σωσίβιο

Δε μεριμνήσαμε επαρκώς
Από τώρα και στο εξής
θα παλεύουμε
γυμνοί με τα κύματα


Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Έχω καιρό να 'ρθω μητέρα
Όμως ακόμη
μ' επισκέπτεσαι εσύ
Όταν τις νύχτες
θλίψη με βαραίνει
"Τι έχεις;" με ρωτάς
στα όνειρά μου
Κι ανθίζουν τότε
στις παρειές
τα δάκρυά μου
Τις έγνοιες μου
σου λέω
για το παιδί


Α.Β
Όταν δυο άνθρωποι
περπατούν χέρι χέρι
οι ήσκιοι που
τους ακολουθούν
ενωμένοι
σαν φερμουάρ
κλείνουν πίσω τους
τα χάσματα
κι αποκαθιστούν
την ενότητα
του χώρου
και
του χρόνου

Α.Β
Πόσον καιρό
σε σταυροδρόμια γνώσης
σκότωνα
της άγνοιας
το νείκος
Τώρα μπορώ
να την αποδεχτώ
Κοιμήθηκα μαζί της
Κι έγινα φίλος σου
μεγάλε στοχαστή
πού 'πιες το κώνειο
για κείνο το
"ουκ οίδα"
Τον ορισμό
της ποίησης
μας έδινες
"αειροή κι αστάθεια"
Τα πάντα φευ
πώς φεύγουν
Κινήσεις της ψυχής
της μνήμης
τ' όνειρου
Σωμάτων μετατόπιση
τευτονικών πλακών
ή εποχών του χρόνου
Ποτάμια καταρρέοντα
Ατρύγητοι ωκεανοί
και μέλανες
Σύμπαντα σκοτεινά
της άγνοιας
ω γνώση!


Α. Βαναργιώτης

Σε περίμενα
εκείνο το φθινόπωρο
Αργούσες και σκάλιζα
σ' ένα κορμό
ανάμεσα σε καρδιές
και ονόματα
τ' όνομά σου
Σκάλιζα
με την απελπισία
που οι φυλακισμένοι
γράφουν στον τοίχο
"αύριο"
Όσο αργούσες
τόσο έσκαβα βαθύτερα
την πληγή
Έπεφταν πάνω μου
κίτρινα φύλλα
"Το δέντρο δακρύζει"
σκέφτηκα
Ίσως όμως πάλι
να μην δάκρυζε
Απλώς γνώριζε από πριν
πώς δεν θα 'ρθεις
γιατί στην αγάπη
μόνο πηγαίνεις
Ήξερε επίσης καλά
με τόσα στίγματα
ματαιότητας πάνω του
πως
η αγάπη δεν έχει
ονόματα
μονάχα πρόσωπα
μονάχα πρόσωπα
χαμένα στο πλήθος


Α. Βαναργιώτης

χαικού

Με το στυλό τους
ερέτες του αύριο
κωπηλατούνε


Για αστρολάβο
στου κόσμου το έρεβος
έχουν τη σκέψη


Τριαντάφυλλο
η ζωή τους π' άνθισε
σε καταιγίδα


Πώς φουρφουρίζει
στα φτερά των πελαργών
το καλοκαίρι

Θέρος


Γραφεία παραθερισμών
εν μέσω
αναισχύντων θερισμών
Πτωχεύσεις, τουρισμός
τόμπολα
Ιράκ, Παλαιστίνη
Έμπολα

Παραφωνία
τα γυμνά κορμιά
των αναισθήτως
λιαζομένων
στην αφωνία
που γεννά
θέα νεκρών
και
διαμελισμένων

Θλιμμένος άνεμος
κουνά
τα ξέφτια
της παλιάς αιώρας
Δίχως να ξέρει
τραγουδά
το requiem
μιας μικρούλας
χώρας


Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Κάπως έτσι θά'ταν
κείνα τα καλοκαίρια
του πολέμου
Κάπως έτσι
κείνος ο Ιούλιος
της επιστράτευσης
Να κοιτά ο κόσμος
τη θάλασσα
κι αυτή να αφρίζει
όλο πίκρα και πόνο

Μπύρα πικρή
σερβιτόρος σκυφτός
θάλασσα άξενη
εσωστρεφής
γεμάτη μυστικά
από τους νεκρούς
που ναυάγησαν
στην αλμύρα
του χρόνου


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

pancratium maritimum


Θα αντέξουμε
Το χειμώνα θα πίνουμε
τα δάκρυά μας
θα φυλλώνουμε
τις ελπίδες μας
και το καλοκαίρι
θ' ανθίζουμε τη στέρηση
Όπως τα κρινάκια
της θάλασσας
που απ' τις θηραικές τοιχογραφιες
επιμένουν ν' ανθίζουν
στους άνυδρους
αμμόλοφους
πάνω από τα θαμμένα
πυροβολεία
των αλλοτινών πολέμων


Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Έτσι ζεστός
θα φύγει ο Αύγουστος
Δαγκώνει μες στα δόντια του
μια θλίψη
Πλάγιασε ο ήλιος
άλλαξε το φως
λίγη χαρά
μες στην καρδιά
έχω κρύψει
Φθίνουν οπώρες
στις χωματερές
Στο Ιράκ
θα επιτεθεί πάλι
η Δύση
Αυξάνουν στα συσσίτια
οι ουρές
ο γόρδιος δεσμός
δεν έχει λύση
Έτσι ζεστός
θα φύγει ο Αύγουστος
σαν κάθε Αύγουστο
μ' ένα μελτέμι θλίψη

Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Τώρα θα πάω στο νησί
Τώρα, που φεύγουν
τα καράβια φορτωμένα
Θα μπω σε άδειες εκκλησιές
ν' ανάψω τα καντήλια
Θ' αγγίξω πόρτες γέρικες
σοβάδες φουσκωμένους
Θα πάρω απ' τα πλακόστρωτα
χαμένα σκουλαρίκια
μαντίλια που πατήθηκαν
σπασμένα κομπολόγια
Θα ανασάνω μυρωδιές
που πίσω ξεχαστήκαν
ξεθυμασμέν’ αρώματα
κορμάκια ιδρωμένα
Ένα καφέ μετά θα πιω
στην άκρη της πλατείας
του ανέμου άθυρμα κι εγώ
με τα πεσμένα φύλλα


Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Μας είπαν:
"Βγείτε λίγο απ' το σπίτι
Μια βόλτα μέχρι την πλατεία
Να σας χτυπήσει ο ήλιος
Θα μουχλιάσετε"
Ήξεραν τι μαγεία έχει
ο δρόμος
Γι' αυτό μας δώσανε
χοντρά παπούτσια
Είχαμε όμως την ασθένεια
της λύπης
Γυρίζαμε από τύμβο
σ' άλλο τύμβο
Χορτάσαμε νεκρούς
και ιστορία
Τώρα που επιστρέψαμε
στο σπίτι
Μ' ένα χαμόγελο
"Πατέρα γύρισα
Μητέρα!"
Το σπίτι άλλο ένα
μαυσωλείο
Μισοθαμμένο
κάτω από τη σκόνη
"Βγείτε στο δρόμο"
Λέμε στα παιδιά μας
και τους φοράμε δυο φτερά
στους ώμους
Ελπίζοντας
μια μέρα να πετάξουν
Φεύγουν εκείνα
κρύα, μαργωμένα
Στα μάτια έχουν
του Ίκαρου τη θλίψη
"Βρέχει πολύ
πατέρα, λεν
στα ξένα"


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Τα σχολικά βιβλία


Φτάνουν ολοκαίνουρια
Μυρίζουν χλώριο και κόλλα
Θα στριμωχτούν μετά σε τσάντες
Ανάμεσα σε κινητά και κασετίνες
Μπουκαλάκια νερού
Και μισοφαγωμένες τυρόπιτες
Θα ρυτιδιάσουν τα εξώφυλλα
Και θα σκιστούν
Λαδιές και μουτζούρες
Θα επιβεβαιώνουν την κακή σχέση
Στο τέλος θα περάσουν
Όπως όλα
Στην ανακύκλωση του χρόνου

Κείνες τις σελίδες σκέφτομαι
Λίγο μετά τη μέση
Που δεν θα διαβαστούν ποτέ
Την ύλη που δεν τέλειωσε
Κείνες τις σελίδες σκέφτομαι
Που περικλείουν τα σημαντικότερα
Και τι συγκυρία
Τα σπουδαιότερα πράγματα
Να γράφονται πάντα
Στο τέλος


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Αμφίπολη


Αμφιλαφής
Προέκυψε
Σε τόσο άδειο χώρο
Όταν πονούν
Οι ζωντανοί
Συνομιλούν με τάφους
Βαρύ το ανακάλημα
Μα δεν υπάρχει όρκος
Κι η Αρετή βολεύτηκε
Βρήκε δουλειά στα ξένα
Κάτοπτρα μοιάζουν οι νεκροί
Μ’ ελπίδα αν ανασπώνται
Δεν έχουν σύννεφο άλογο
Ούτ’ άστρο χαλινάρι
Και δεν μυρίζουν λιβανιές
Μονάχα διαψεύσεις


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Τέχνη


Τέχνη είναι
ο μακρύς μονόλογος
η δήθεν συζήτηση
με τους ήσκιους σου
όταν φοβάσαι
Τέχνη είναι όταν ανοίγεις
κοίτες για να διοχετεύσεις
τους χειμάρρους που ξεχείλισαν
μέσα σου
Μετά να θάβεις τους πνιγμένους
εαυτούς σου
και να μοιράζεις
στα ορφανά αισθήματα
χαρταετούς
για να μην ξεχάσουν πως
υπάρχει ουρανός
Τέχνη είναι
ν' αποζητάς την αγάπη
κι όταν τη βρίσκεις
να γίνεσαι απ' την αρχή
βρέφος στην αγκαλιά της
για να θηλάσεις
τη μυρωδια του τριαντάφυλλου
το χρώμα της άνοιξης
και το χάδι του ανέμου
απ' το επερχόμενο καλοκαίρι
Τέχνη είναι να κοιτάς
το χθες
όπως ο οδοιπόρος
το δρόμο που τον έφερε
Να αγαπάς το αύριο
γιατί δεν υπάρχει
και να πίνεις το σήμερα
όπως οι ηλικιωμένοι
τον απογευματινό
καφέ τους
Τέχνη είναι να ζεις
Να λαχταράς την ανάσα
όπως το παιδί τα δώρα
κάτω από το
Χριστουγεννιάτικο δέντρο
Τέχνη είναι να ζεις

Μα ποιος στ' αλήθεια
μπόρεσε
την τέχνη
να ορίσει;

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Αποχωρισμοί

Φύγατε
χωρίς μία υπόσχεση 
πως θα ξαναβρεθούμε

Κάθομαι τώρα στην αυλή
με έναν άνεμο σουγιά
να με παιδεύει
και μία άνοιξη παιδί
που βάφει κόκκινα τα γκρι
και σας γυρεύει

Αναζητώ
μνήμες επάνω στις παρειές
απ' τα φιλιά σας

Κι ακούγεται από μακριά
του γκιώνη η στριγκή φωνή
θλιμμένη
Κι ένα σκυλί που αλυχτά
στα δυο μου σκίζει την ψυχή
την πικραμένη

Αλέξανδρος Βαναργιώτη

Ποίηση

Μια πόρνη
που ψωνίζεται
στους δρόμους
Σε λίγους όμως
σκύβει το κεφάλι
πλένει τα πόδια
τα αλείφει μύρα
κι ύστερα τα σκουπίζει
στα μαλλιά της

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Για την αγάπη πάλι




Όλοι προσμένουμε εκείνη τη στιγμή

που θα λουστούμε στις λακκούβες της αγάπης

Στης Βηθεσδά τις στεγασμένες τις στοές

κάθε που άγγελος ταράζει τα νερά της

Πολλοί γενναίοι μέσ' απ' την Προβατική


φύγαν στην έρημο γι' αγάπη διψασμένοι


όμως ποτέ κανείς δεν γύρισε να πει

αν βρήκαν Όαση ή χάθηκαν θλιμμένοι

Αλέξανδρος Βαναργιώτης


Ασκήσεις γραφής




Σαν το βαρέλι
που κυλάει σε πλαγιά
όλη η ζωή
και φτάσαμε
στον πάτο
Κύματα άσπρα
τα σγουρά σου τα μαλλιά
και το κουράγιο
πού 'δειχνες
φευγάτο
Αντλιοστάσιο
που στέρεψ' η καρδιά
Μοιάζεις με σπίτι
που κουράστηκε
και γέρνει
Σκορπάει έρωτα
τ' Απρίλη η μυρωδιά
Λεωφορείο
που περνά
και δεν σε παίρνει
Πίσω σου πια
πολλοί χαιρετισμοί
Μπροστά
λίγες αδάκρυτες
ημέρες
Πληθύνανε
οι αναστεναγμοί
Τρίζουν τα κόκαλα
κακόηχες
φλογέρες
Γυρνάς το σούρουπο
από την αγορά
κι όταν νυχτώνει
στην ψυχή σου
κάνει κρύο
Ένας καφές
η μόνη σου χαρά
Αντί για "γειά"
στους φίλους λες
"αντίο"

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Θα υπάρχει πάντα



Θα υπάρχει πάντα ένα πρωί 
για το οποίο αξίζει να ξυπνήσεις
Ένα μέθυσμα αέρα
ενθύμηση ότι τα λουλούδια
κάπου ανθίζουν
Ένα χαμόγελο ήλιου
υπόσχεση για καλοκαίρι
Κι ένα χέρι αγάπης
δίπλα σου
να κρατηθείς
εν μέσω σκιάς θανάτου
σαν βαδίσεις

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Τ' ανέκφραστα




Νά 'ξερες, καλή μου,
πόσα χτυποκάρδια για σένα
έσβησα 
κάτω απ' τον χάλκινο θώρακα
-Συνηθίζεται οι άντρες
να κρύβουν όσα νιώθουν-
Έλιωσε η ψυχή μου
σαν δεν σε βρήκα στο σπίτι
κι ετοιμαζόμουν
απ' τις Σκαιές Πύλες
να βγω στην κοιλάδα
του θανάτου
Και πόσα πόσα δάκρυα
μέσα στην περικεφαλαία
έπνιξα
λίγο πριν απ' το τέλος
όταν σε έβλεπα
να κλαις
εντροπαλιζομένη
Στο αύριο προσευχόμουνα
κουράγιο να σου δώσω
και φεύγοντας πήρα μαζί
γι' αντίο
ένα χάδι
Μα μέσα μου ήξερα καλά
πως αύριο δεν υπάρχει

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Εντροπαλιζομένη: Η Ανδρομάχη, καθώς απομακρυνόταν από τον Έκτορα, όλο γύριζε πίσω και κοίταζε κλαίγοντας .

Φως

Στάλες φωτός 
στάζουν επάνω μας αιώνες
Κλωστές φωτός
δένουν το ίχνος μας στο χάος
Όλα είναι φως
σ' αυτό θ' αναληφθούμε
σαν παιχνιδιάρα σκόνη
σε αχτίδα
-Όλα ήταν φως
το βράδυ που σε είδα-
Η πέτρα, τα λουλούδια
και το κύμα
Φως το καρφί
που αμείλικτα σταυρώνει
Φως το κρεβάτι, το φιλί
και το σεντόνι
Οι δρόμοι, η ελπίδα
και το δάκρυ
Φως η αγάπη
που πάλεψε κι ηττήθηκε
Φως το παιδί
που στη γυναίκα
κρύφτηκε
Όλα είναι φως...

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Μ. Πέμπτη


Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας

-Πόσοι πονεμένοι κρέμονται στην ελπίδα Σου-

Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των αγγέλων Βασιλεύς

-Τριβόλια κι ασπαλάθια η θλιψη τους-

Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις

-γυμνοί από παρηγοριές και εκτραχηλισμένοι -

Ράπισμα κατεδέξατο ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ

-δαρμένοι, εμπτυσθέντες, διωκόμενοι -

Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας

-Ήλιο ζεστό δεν έζησαν, ξέγνοιαστο καλοκαίρι-

Λόγχη εκεντήθη, ο Υιός της Παρθένου

-μόνο φραγγέλια και καρφιά στην άχαρη ζωή τους-

Προσκυνούμεν Σου τα πάθη, Χριστέ

-Χωρίς τελειωμό τα πάθη τους, Κύριε-

Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν

-Ανάστησέ τους απ' τον Άδη στο φως και
στη ζωή απ' τον θάνατο-

Α.Β

Απολαυέτω της πανηγύρεως


Ως δούλος ευγνώμων θα 'ρθω
και πάλι στη χαρά σου
απόψε
Πένης, ανήστευτος
της εντεκάτης
Θα καθίσω σε μιαν άκρη
στο πλούσιο τραπέζι
δείχνοντας τα διαπιστευτήρια
της ανατέλλουσας συγγνώμης
Σκυφτός θα περιμένω ν' ακουστεί
το "επικράνθη ο Άδης"
κι ύστερα μ' ένα δάκρυ μου βουβό
στα πληγωμένα χέρια σου
την πίκρα μου θ' αφήσω

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Αχθοφόρος


Υπάρχουν μέρες που μπαίνεις στη σειρά σου
και σε φορτώνουν με ένα ύπουλο φορτίο
Στο μάτι δείχνει όμοιο με τ' άλλα
το βάρος του όμως είναι αβάσταχτα μεγάλο
Τότε το φως αμείλικτο χτυπάει 
καθώς οι φλέβες διαστέλλοντ' απ' το ζόρι
και μέσα σου παρακαλάς να σκοτεινιάσει
Όχι γιατί το βάρος ελαφρύτερο θα γίνει
μα να μπορείς αξιοπρεπώς να γονατίσεις
κρυφά να κλάψεις απ' τα βλέμματα των άλλων
όταν με το σκοτάδι γίνεις πλέον ένα
Υπάρχουν μέρες που όπως μπαίνεις στη σειρά σου
δεν ξέρεις αν θα υπάρξει άλλη μέρα

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Χαρταετός





Ο παιδικός μου χαρταετός
μπλέχτηκε στο σκοινί 
του ήλιου
Από τότε προσπαθώ
να τον ξεμπλέξω
αλλά έχει πλέον
τόσο φως
που βγαίνω και
τον κοιτώ
τα λυπημένα μου
βράδια

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Ευξώμεθα



Να βρέξει, Θεέ μου 
ένα φως
μελίρρυτο
δοξαστικό
πάνω στις λύπες
Που ν' απαυγάζει
όλα τα πώς
και τα κρυμμένα
σ' αγαπώ
που δεν μου είπες

Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Να με φοβάστε
αν έρχεστ' απ' την Τροία
αν μέσα σας νιώθετε νικητές
Του Ναύπλιου προσμένει
η φρυκτωρία
Φωτιά όποιος έβαλε
καίγεται με φωτιές
Στ' ακρόπρωρα ήσυχοι
μην κοιμάστε

Να τρέμετε
χωρίς τον Αχιλλέα
όλοι οι φίλοι
του αδίσταχτου Ατρείδη
Θα έχετε τον πόνο
του Πηλέα
Μια Κλυταιμνήστρα ακονίζει
το κοπίδι
και του Αίαντα η σπάθη
επικρέμεται

Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Έρχεται κάθε τόσο
η φωτιά
Γυμνώνει
καθαρίζει
αποτεφρώνει
Όταν περάσει
μες στις στάχτες μου
βλέπω τα μάτια σου
να με κοιτούν ακόμη

Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Είμαι φυτό της ερήμου
Δυο σταγόνες νερό
κι ανθίζω
Δεν με φοβίζει
η ξηρασία
ούτε η σκόνη κι η άμμος
Μόνο ο άνεμος
με θλίβει
που περνά ουρλιάζοντας
μ' αβάσταχτο παράπονο
Και δεν ξέρω
ποιο το παράπονο
Και δεν ξέρω
ποιος πόνος
τον γύμνωσε

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Μάρτης



Δεν ήταν απλώς ένα παιδί
που κρύωνε
Ήταν ένα παιδί που κρύωνε
και φορούσε δυο φθαρμένα 
αθλητικά παπούτσια
και ένα λεπτό καλοκαιρινό
μπουφάν
Ένα παιδί 
που δεν είχε σπίτι πιο ζεστό
από την πολύβουη πλατεία
ούτε μια αγκαλιά αντίρροπη
στην αδιαφορία των ξένων
Ήταν ένα παιδί
αθώο σαν λόγχη
με μια ασπροκόκκινη κλωστή
στο χέρι
για να μην το κάψει ο Μάρτης

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Μονάχα οι βράχοι

















Μονάχα οι βράχοι 
αντιστέκονται στ' αλήθεια
Δεν ξέρουν τη διπλωματία των δέντρων
Δεν έχουν την ευελιξία της βάρκας
Της άμμου που μαζεύεται κι απλώνει
Γυμνοί, περήφανοι και μόνοι
στέκουν στο χρόνο και στην ιστορία
Δεν τους βαραίνει ούτε μια αμαρτία
ερημητήρια γι' αλμύρα και για σκόνη
Κοίταξα μέσα τους, ομολογώ, με ζήλεια
παντού η ίδια γύμνια και το ψύχος
ούτε μια φλέβα, ένα ρίγος
ένας χτύπος
ή ένα θρόισμα να πεις πως ζουν ακόμη
Ίσως εν τέλει
τόση αντίσταση σκοτώνει

Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Φωτογραφία: Ένα σμάρι πουλιά στο μέτωπό σου
τα όνειρα που δεν έχουν πετάξει

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Ένα σμάρι πουλιά στο μέτωπό σου
τα όνειρα που δεν έχουν πετάξει

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014



Πεθαίνει η νύχτα
το πρωί
τον ήλιο να γεννήσει
Κι ο σπόρος λιώνει
στη φθορά
ν' αναστηθεί το δέντρο
Τόσο κομμάτιασμα ψυχής
τόσο θανάτου μένος
θα φέρει κάποια άνοιξη;
Θ' ανθίσει ένα λουλούδι;

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Τότε που...



Μοιάζαμε
Πολύ μοιάζαμε
όπως οι φύτρες
των φυτών
και οι σταγόνες της βροχής
Τόσο αθώα η χαρά μας
και η λαχτάρα για παιχνίδι
Τόσο ευάλωτοι στο μάλωμα
Τόσο μαθημένοι να σκύβουμε
από ντροπή το κεφάλι
Μοιάζαμε
Πολύ μοιάζαμε
Κάποιοι μας έλεγαν αδέρφια
Ταξιδεύαμε διαρκώς στην αγάπη
Τότε που δεν ήμασταν ακόμη
άντρας και γυναίκα
Που δεν είχαμε γίνει
εγώ κι εσύ
Πριν αρχίσουμε
να φοράμε τις
μάσκες

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Χαρμολύπη



Παρ' όλη την αγάπη

το χαμόγελό σου

δεν αλάφρυνε ποτέ

Σαν βαρίδια καταβύθιζαν

τις άκρες των χειλιών σου


οι μνήμες αυτών


που σε πόνεσαν


Αλέξανδρος Βαναργιώτης


Μπορεί το σπίτι 
να 'χει πέσει από καιρό
όμως η πόρτα έμεινε ορθή 
κι οι παραστάδες
μήπως και τύχει κάποτε να 'ρθεις
από την είσοδο στα ερείπια να μπεις
όπως στα σπίτια μπαίνουν οι κυράδες

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Διαρρήκτης



Περνώ 
με τη μοτοσυκλέτα μου
τις νύχτες και γκαζώνω
Δεν είσαι κει
ούτ' ένα φως
ούτ' ένα νεύμα
Μπαίνω σαν κλέφτης
και αρπάζω ό,τι βρω
κι ό,τι χρειάζομαι
τα βράδια που κρυώνω
Βιαστικά, αγχωτικά
μη ρθει κανείς
σκοντάφτω, πέφτω
και ματώνω στα σκοτάδια
Παίρνω σπαράγματα
από παλιά φιλιά
κι από τα κάδρα
κάτι ραγισμένα χάδια
Πάντα ξεφεύγουν
κάποιες μνήμες ακριβές
χωμένες σε σεντόνια
στα ντουλάπια
ίχνη που αφήσαν
ιδρωμένοι εραστές
όταν ξαπλώσανε
στου χρόνου
τα κρεβάτια
Θά 'ρχομαι πάντα
και θα ψάχνω θες δε θες
για κείνο το ανεκτίμητο
το κάτι
όσο θα στάζουν
της ψυχής μου οι πληγές
κι είν' άδεια η ζωή μου
απ' αγάπη

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Έρως και έαρ



Ένας ζεστός νοτιάς
ριπίζει την ελπίδα
Στους δρόμους
άνθισαν χαμόγελα
Ο έρωτας τις πόρτες
γρατζουνάει
Ριγούν τα δέντρα
ολόγυμνα
Στις φλέβες
τώρα άνοιξη
κυλάει

Μα εσύ
σ' αλλοτινούς καιρούς
ξεχάστηκες χαρά μου
Ματαίως πνέει άνεμος
ματαίως τραγουδάει
Κάθε που ανάβει ο έσπερος
έρως με τυραννάει
Σκυφτός σου γράφω επιστολές
σε μαγεμένη γλώσσα
"Ελθέ, παρθένος, μετ' εμού"
Ελθέ, γλυκύ μου έαρ

Αλέξανδρος Βαναργιώτης


Σε όλη τη διαδρομή
έριχνε ψίχουλα 
να τρώνε τα πουλιά
Δεν είχε οδοδείχτες
-στο αύριο πηγαίνουμε τυφλά-
Δεν έβαζε σημάδια
και μίτο δεν κρατούσε
-Οι δρόμοι πάντα φεύγουνε μπροστά-
Κοίταξε πίσω του... σκιές
αλλά κανείς δεν τον ακολουθούσε
-Κάποιοι οδοιπόροι ίσως ξέμειναν στο χθες-
Φώναξε -τρις-
μα σκοτεινός αντίλαλος ηχούσε

Μοναχική πορεία
κι αλγεινή
Τη θλίψη του
ράμφιζαν
τα σπουργίτια

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

θεσσαλικό φεγγάρι



Ένα ολοστρόγγυλο ταψί
στην πυροστιά
των άστρων

Αλέξανδρος Βαναργιώτης