Έπαιζε μια παρέα παιδιών
μια άνοιξη έξω στο φως
Έτρεχαν στα καταπράσινα λιβάδια
Μάζευαν παπαρούνες και μαργαρίτες
Κάποια στιγμή έφτασαν στην άκρη ενός σπηλαίου
Από περιέργεια θέλησαν να μπουν μέσα
Ήταν κατηφορικό το έδαφος
Γλίστρησαν κι άρχισαν να κατρακυλούν
Κατέληξαν στον σκοτεινό πάτο
Πριν καταλάβουν τι συμβαίνει
κάποιος πέρασε στα πόδια τους αλυσίδες
Κάθε μέρα τους έφερνε τροφή και νερό
Άναψε και πίσω τους μια φωτιά
για να ζεσταίνονται και να βλέπουν
Τ' απογεύματα κουνούσε στην πλάτη τους κάτι μαριονέτες
Παρακολουθούσαν τους ήσκιους στον τοίχο
Στην αρχή προσπάθησαν να ελευθερωθούν
Όταν όμως κατάλαβαν πως ήταν αδύνατο
παρέμεναν αποκαμωμένα, ήσυχα στη γωνιά τους
Πέρασαν χρόνια πολλά, μεγάλωσαν
Ξέχασαν
Σιγά σιγά συνήθισαν
Πίστεψαν ότι η ζωή είναι οι ήσκιοι στον τοίχο
Ότι ήλιος είναι η φωτιά που έκαιγε πίσω τους
Άρχισαν να λένε κι αστεία
ή να συναγωνίζονται ποιος θα πει το μεγαλύτερο ψέμα
Αν κανείς θυμόταν τον ήλιο
και τ' αληθινά παιχνίδια
ήταν βέβαιοι ότι είδε όνειρο
Αν επέμενε ότι η ζωή δεν είναι αυτή
τον έλεγαν επαναστάτη
κι άπλωναν τα χέρια και τον χτυπούσαν
Μια δυο φορές τα δεσμά έσπασαν
Ο πρώτος σύρθηκε έξω από τη σπηλιά
και δεν γύρισε ποτέ
Ο δεύτερος επέστρεψε
Τους μίλησε για το φως και τα λιβάδια
Άκουγαν βλοσυροί οι αρχηγοί
αυτοί που έλεγαν τα καλύτερα ψέματα
που έτρωγαν δικαιωματικά τις μεγαλύτερες μερίδες
Θέλησαν να σκοτώσουν τον εισβολέα
Ήταν όμως δειλοί κι ανόητοι και δεν τα κατάφεραν
γι' αυτό με ψέματα έστρεψαν τους πολλούς εναντίον του
Ένα βράδυ τον βρήκαν γονατιστό να προσεύχεται
Όρμησαν τότε όλοι μαζί, τον βασάνισαν
και στο τέλος τον σκότωσαν
Έπειτα ήσυχοι επέστρεψαν στη μακάρια
ησυχία τους
και ο δημιουργός των ψευδαισθήσεων
για να τους ευχαριστήσει
άρχισε πάλι να παίζει τις μαριονέτες του
Έτρεχαν στα καταπράσινα λιβάδια
Μάζευαν παπαρούνες και μαργαρίτες
Κάποια στιγμή έφτασαν στην άκρη ενός σπηλαίου
Από περιέργεια θέλησαν να μπουν μέσα
Ήταν κατηφορικό το έδαφος
Γλίστρησαν κι άρχισαν να κατρακυλούν
Κατέληξαν στον σκοτεινό πάτο
Πριν καταλάβουν τι συμβαίνει
κάποιος πέρασε στα πόδια τους αλυσίδες
Κάθε μέρα τους έφερνε τροφή και νερό
Άναψε και πίσω τους μια φωτιά
για να ζεσταίνονται και να βλέπουν
Τ' απογεύματα κουνούσε στην πλάτη τους κάτι μαριονέτες
Παρακολουθούσαν τους ήσκιους στον τοίχο
Στην αρχή προσπάθησαν να ελευθερωθούν
Όταν όμως κατάλαβαν πως ήταν αδύνατο
παρέμεναν αποκαμωμένα, ήσυχα στη γωνιά τους
Πέρασαν χρόνια πολλά, μεγάλωσαν
Ξέχασαν
Σιγά σιγά συνήθισαν
Πίστεψαν ότι η ζωή είναι οι ήσκιοι στον τοίχο
Ότι ήλιος είναι η φωτιά που έκαιγε πίσω τους
Άρχισαν να λένε κι αστεία
ή να συναγωνίζονται ποιος θα πει το μεγαλύτερο ψέμα
Αν κανείς θυμόταν τον ήλιο
και τ' αληθινά παιχνίδια
ήταν βέβαιοι ότι είδε όνειρο
Αν επέμενε ότι η ζωή δεν είναι αυτή
τον έλεγαν επαναστάτη
κι άπλωναν τα χέρια και τον χτυπούσαν
Μια δυο φορές τα δεσμά έσπασαν
Ο πρώτος σύρθηκε έξω από τη σπηλιά
και δεν γύρισε ποτέ
Ο δεύτερος επέστρεψε
Τους μίλησε για το φως και τα λιβάδια
Άκουγαν βλοσυροί οι αρχηγοί
αυτοί που έλεγαν τα καλύτερα ψέματα
που έτρωγαν δικαιωματικά τις μεγαλύτερες μερίδες
Θέλησαν να σκοτώσουν τον εισβολέα
Ήταν όμως δειλοί κι ανόητοι και δεν τα κατάφεραν
γι' αυτό με ψέματα έστρεψαν τους πολλούς εναντίον του
Ένα βράδυ τον βρήκαν γονατιστό να προσεύχεται
Όρμησαν τότε όλοι μαζί, τον βασάνισαν
και στο τέλος τον σκότωσαν
Έπειτα ήσυχοι επέστρεψαν στη μακάρια
ησυχία τους
και ο δημιουργός των ψευδαισθήσεων
για να τους ευχαριστήσει
άρχισε πάλι να παίζει τις μαριονέτες του
Α.Β
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου