Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Η βοή του χρόνου


Ξάπλωσες στη γη
ομορφιά του Αυγούστου
Άκουσες βοή
απ’ τα πρωτοβρόχια
Άνεμοι καιροί
βρώσαν το κορμί σου
Οι ακροπαριές
ραγισμένα φύλλα
Στάλες η βροχή
ράντισε τα χείλη
Βούρκωσε η γη
βούρκωσαν κι οι μέρες
Πόσο μυστικά
μες στο καλοκαίρι
Έφερε ο νοτιάς
φθινοπώρου ρίγη


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Αλλιώτικα βράδια (τραγούδι)



Σε κάτι απόμερα σοκάκια νυχτωμένα
που το φεγγάρι τα ξεχνάει όταν βγει
που στις αυλές ρούχα δουλειάς είν’ απλωμένα
σε ντενεκέδες φυτεμένο γιασεμί

όταν ξωμάχος κουρασμένος ‘ρθει το βράδυ
καύτρες τσιγάρων θά χει αστέρια το σκοτάδι
κι αντί για φώτα και λαμπιόνια ίσως είδες
να φωσφορίζουνε μικρές πυγολαμπίδες

Γίνονται οι στέγες των φτωχών τις νύχτες βάρκες
ψυχές που χόρτασαν τους βράχους και τις ξέρες
στις θάλασσες του ουρανού τους κάνουν τσάρκες
και ονειρεύονται καλύτερες ημέρες

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Εώα επιτολή


Ξυπνάμε κι οι δυο νωρίς Σείριε
Εγώ τυραννισμένος
από τους καύσωνες
της ψυχής και των χρόνων
για να ανιχνεύσω
και πάλι
το τίποτα
στον σκοτεινό ουρανό
του δωματίου
Εσύ για να ετοιμάσεις
τα κυνικά σου καύματα
Εώα επιτολή
Εωθινή έγερση
για να παραδώσεις
αλύπητα
στα δόντια του καλοκαιριού
τα χαυνωμένα κορμιά
τα αποκαμωμένα
απ’ την βασανιστική επιθυμία
ενός μόνο καύματος
του έρωτα.΄
ΑΒ

Ομηρικό


Οι άτρωτοι
ηλίβατοι
με πάθη ακατέργαστα
για τους πολλούς
αδιάφοροι
προσκυνητές του εγώ τους
Ξυπνούν μονάχα
σαν τους πουν
«ο Πάτροκλος
εχάθη»
Με μαύρα δάκρυα
μετά
και φονική μανία
σέρνουν τον Έκτορα
γυμνό στων τύψεων
το άρμα
Ξεχνούν οι νάρκισσοι
ξεχνούν
την άνιπτη τη φτέρνα
Ξεχνούν και του Απόλλωνα
τα αιχμηρά τα βέλη
Κι έτσι την Τροία εκπορθούν
δυσώδεις Φιλοκτήτες
μειράκια Νεοπτόλεμοι
και κούφιοι δούρειοι ίπποι

ΑΒ
Ηλίβατος: Απόκρημνος. Λέξη ομηρική.

Το ταξίδι





Το ταξίδι είναι μέσα μας ή δίπλα
Ξεκινά όταν χάνεις τον εαυτό σου
Και περιμένεις στο σταθμό
Με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι
Ή όταν αρχίζεις να κερδίζεις
Την ελευθερία των τρομαγμένων πουλιών
Που πετώντας για το νότο
Με το φόβο του κυνηγού στην καρδιά τους
Ξέρουν
Πως το μεγαλύτερο κλουβί
Είν' η συνήθεια

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Πενήντα χρόνια



Πενήντα χρόνια

σε μια θάλασσα βαθιά

Πενήντα χρόνια

με μια σάρκινη σχεδία

Πίσω μου σύντροφοι

πού έχουνε χαθεί

Πιο πίσω ακόμη

μια καμένη Τροία

Πενήντα χρόνια

με τα ίδια τα κουπιά

Ίδιο δοιάκι

σ' αγριοκαίρια και ευδία

Μπροστά μου πέλαγα

αφρισμένα και θολά

Δεν βρήκα Φαίακες

Δεν βρήκα Ωγυγία



Πού είν' η Ιθάκη

του Οδυσσέα πλοηγέ;

Πού 'ναι της Ίντιας

τα φανάρια Καββαδία;

ΑΒ

Φυσούσε χθες (Τραγούδι)





Τη μέρα ετούτη
Την ύψωσε ο αέρας

Κυμάτισε μες στα λευκά και τα γαλάζια

Πιασμένη στα μαλλιά κάποιας κοπέλας

Κορδέλα με σατέν και με ατλάζια



Τη μέρα ετούτη

Την πήρε ο αέρας

Και ταξιδεύει πέρα από το χάρτη

Μ’ όσους γυρεύουν το χρυσόμαλλο το δέρας

Μ’ όσους πονούν κι όσους ελπίζουν κάτι



Στη μέρα ετούτη

Δόθηκες κι εσύ

Για ένα φιλί, μία ματιά, ένα σημάδι

Το χέρι άπλωσες ζητιάνος ή παιδί

Κι έτσι ανοιχτό το βρήκε το σκοτάδι



Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Μνήμη Κ.Κ

Θάνατος. Κέντρα κι επαρχίες
κάτω απ’ τον ήλιο
αποσυντίθενται και λιώνουν
σαν τις παχύσαρκες τις ευτραφείς κυρίες
τα καλοκαίρια
που ζεσταίνονται κι ιδρώνουν
Μια μυρωδιά σαπίλας πέρα ως πέρα
αρχές και εξουσίες κι ιεράρχες
στων ταπεινών στρογγυλοκάθισαν τις ράχες
κι είναι πιο σκοτεινή από τη νύχτα η μέρα
Θάνατος, τα πουλιά τα τρομαγμένα
στους ξαφνικούς κι απρόσμενους τους ήχους
όταν γκρεμίζουνε παλιού σπιτιού τους τοίχους
Στα «μπαμ» εκείνα που θυμίζουνε εσένα
Θάνατος. Δεν κρατιέμαι κλαίω
κάθε φορά που πάω σε κηδεία
Κι αν σε παρηγορεί στο λέω
Πεθαίνουν πια πολλοί απ’αηδία

ΑΒ

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Η θλίψη του θέρους



Έχουν μια θλίψη τα καλοκαίρια
Είναι τα νεκρά παιδιά που περιφέρονται
στους δρόμους
Τ' ακούνε
οι ποιτητές
Τα βλέπουν
οι σαλεμένοι
Τα νιώθετε κι εσείς
Εκείνη η απόκοσμη αύρα
που μπαίνει από το παράθυρο
αιφνίδια
κουνά τις κουρτίνες
και δροσίζει το ιδρωμένο
σας στήθος
Έχουν μια θλίψη τα καλοκαίρια
Είναι που αποφασίζουμε
να ξεσκονίσουμε την αποθήκη
με τα όνειρα
και τα βράδια καθόμαστε
στο βορινό μπαλκόνι
κοιτώντας
τους χαρταετούς των άστρων
την άρκτο
και τον πολικό αστέρα
ΑΒ

Λιθάρια





Τα παιδιά κοιμούνται
είναι τρεις το βράδυ
ώρα περασμένη
Η μικρή γοργόνα
βγαίνει απ' τη σπηλιά της
στ' όνειρό τους μπαίνει

Λέει ένα τραγούδι
της χαμογελάνε
κι είναι ευτυχισμένα
Και θυμάμαι μάνα
κείνο το τραγούδι
πού 'λεγες σε μένα

Μίλαγε γι' αντρείους
που τα άλογά τους
έτρωγαν λιθάρια
καστροπολεμίτες
που με το σπαθί τους
σφάζαν παλικάρια

Τα παιδιά κοιμούνται
ήσυχη η ώρα
μα εγώ αγρυπνάω
Διμισκί η αγάπη
τους σαρακηνούς μου
φόβους πολεμάω

ΑΒ