Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018

Το βλέμμα


Έφυγες νωρίς πατέρα
Μια μέρα καθημερινή
Συνηθισμένοι να λείπεις
τις νύχτες
νομίζαμε ότι είσαι εσύ
όταν ακούγαμε βήματα
στο δρόμο
Δεν κοίταξες πίσω
πατέρα
Η μητέρα πού και πού
επιστρέφει
ρίχνει κλεφτές ματιές
ρωτάει τι φάγαμε
μας μαλώνει
Δεν κοίταξες πίσω
Ίσως για να μη δούμε
που δακρύζεις
Έμεινες στις φωτογραφίες
εικόνα μακρινή
με τη στολή
κι ένα βλέμμα λυπημένο
χωρίς επεξηγήσεις
Κι εμείς δεν μάθαμε
ποτέ
τι σε πίκρανε
τόσο πατέρα
Α.Β

Ακινησία


Γλυκό πολύ να προσποιείσαι
Πηνελόπη
Τριγύρω οπωσδήποτε ερωτιδείς μνηστήρες
Μια υποψία πως θα 'ρθει κάποτ' ο Οδυσσέας
Σε υπερώα σκοτεινά
κρυμμένη η μοναξιά σου
Κι οι δούλες να επευφημούν
την τέχνη που υφαίνεις

Σιωπώ

Σιωπώ 
όταν φυσάει ξαφνικά
ένα αεράκι το απόγευμα ζεστό
με τόσ' αθώα γέλια παιδικά
με τόσο χθες και νοσταλγίες φορτωμένο
Σιωπώ
και ψάχνω μέσα μου να βρω
κάτω απ' τη σκόνη τόσης άχαρης ζωής
πίσω από ευτέλειες, συνήθειες κι ενοχές
κείνο το όνειρο
που κλαίει ματαιωμένο
Ξυπνώ καμιά φορά
σ' απομεσήμερα του χρόνου
Μνήμη νεκρή
και προσδοκία καμιά
Μόνο μια έξαψη
που ζω
κι έξω στους δρόμους
τριγυρνά ξεμπλέτσωτο
σαν κάποτε
με μια ανερμήνευτη χαρά
το καλοκαίρι
ΑΒ