Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Κρύωσε κι άλλο ο καιρός
μας πήρε ο βοριάς από το χέρι
μαζί να μπούμε
στο σχολείο του χειμώνα
μα εμείς θλιμμένοι
πίσω θα κοιτάμε
σαν τα πρωτάκια
που γυρεύουν
τους γονείς τους
Βαρύ πολύ
ν' αφήνεις καλοκαίρι
###
Ωραία η πόλη
μες στα κίτρινα
τα φύλλα
την υγρασία
και τα κτήρια
της μνήμης
κει στο Βαρούσι
στα μανάβικα
στο μύλο
και το ποτάμι σκοτεινό
να κατεβαίνει
γεμάτο απώλειες
και βογγητά
και θρήνους
και το ποτάμι
σκοτεινό
σαν την ψυχή μας
###
Πόσο ζηλεύω
κάτι τέτοιες μέρες
τους τολμηρούς
που αντί για πανωφόρια
τον κρύο πόνο
ντύνονται των άλλων
Να ήρωες
Να εικοστή ογδόη
Να το μεγάλο
της ψυχής το «όχι»
Πέφτω και προσκυνώ
τη χάρη
Πέφτω και προσκυνώ
το θαύμα
Α.Β

Τα πλεούμενα


Το ένα
μια φουσκωτή βάρκα
που χωρούσε δώδεκα
αλλά ήταν φορτωμένη
σαράντα ψυχές
που πάσχιζαν
να κρατηθούν στη ζωή
Το κύμα λαίμαργο
και πεινασμένο
κάθε τόσο
χώνονταν στη βάρκα
και σαν το χέρι
του Πολύφημου
άρπαζε κάποιον
και τον κατάπινε
αυθωρεί
Το άλλο
ένα μεγάλο εμπορικό
Στην κρύα κοιλιά του
στέκονταν άνθρωποι
που έμοιαζαν χαμένοι
Χρόνια πολλά
αδέξιοι κι ανίκανοι
καπετάνιοι
τους είχαν στα κύματα
χωρίς λιμάνι κι αναψυχή
Πάγωσε σαν τη λαμαρίνα
η ψυχή τους
άδειασε
τόσο που
μερικοί σκαρφάλωναν
στα τοιχώματα του πλοίου
και πηδούσαν
στην άγρια θάλασσα
Α.Β

Εκ φύσεως


Την αντίπερα όχθη
ονειρευόμαστε
την κρυμμένη
στα φυλλώματα
την αφανή και σκοτεινή
του φεγγαριού την όψη
Εκεί το κατοικητήριο της ελπίδας
Εκεί το καταφύγιο της φαντασίας
Πίσω η στέρηση
η Τροία που καίγεται
Μπροστά ο γλυκασμός
των λωτών
τα παχιά βόδια του Ήλιου
οι πλούσιοι Φαίακες
Τα άλλα
μας ξεφεύγουν
διαρκώς
Οι χαμένοι σύντροφοι
οι συμπληγάδες
και οι Κύκλωπες
κι εκείνες
οι βαριές μετά
της μνήμης
Ερινύες

ΑΒ

Ανατροπή


(Μια προσπάθεια συνομιλίας με τις τραγωδίες «Οιδίπους τύραννος» και «Ελένη», όσον αφορά την «περιπέτεια», δηλαδή την μεταβολή των ανθρώπινων καταστάσεων από την ευτυχία στη δυστυχία)

Κάποτε η βροχή ήταν μουσική. Ήταν χάδι
«Την πρώτη μου, παλιά ευτυχία θυμάμαι»
Δίπλα στην ξυλόσομπα με το χέρι της δασκάλας
ν’ ανακατεύει τα βρεγμένα μαλλιά μου
«τον ζήλεψαν πολλοί, τον φθόνησαν πολλοί»
Κάποτε η βροχή ήταν έρωτας
Μου ψιθύριζε και την άκουγα
«δίνη δεινή τον πήρε και τον βύθισε»
Τώρα η βροχή τρυπάει τις σάρκες
Πάγωσε η ψυχή, η ελπίδα φθίνει
«Τώρα με τυραννά σκληρά η ανάγκη
ψωμί δεν έχω ή ρούχο, καθώς δείχνουν
τ’ απομεινάρια από το πανί
που ’μαι ζωσμένος»
Τώρα η θλίψη κι η οδύνη με κατοίκησαν
«τους χιτώνες, τα λαμπρά πέπλα
η θάλασσα κατάπιε»
Α.Β

Μεταλλεία αργύρου

Κάποτε θα λυγίσουν
τα υποστυλώματα
και θα καταρρεύσουν
οι στοές
Μ' έναν πνιχτό κρότο
θα βουλιάξουμε
στη λήθη του χρόνου
όπως τα παλιά
μεταλλεία
στο Λαύριο
Εξαντλημένα
τα κοιτάσματα
Λίγες σκωρίες
κι εκβολάδες
μνήμης
θα φανερώνουν ότι υπήρξαμε
σαν χάντρες που ξέμειναν
σε κομπολόι που έσπασε
ή ξεχασμένοι οδοδείκτες
που δεν σηματοδοτούν
πια τίποτα
γιατί από αλλού τώρα
περνά ο δρόμος
Α.Β
Ήλιος, γέλιο του χειμώνα
άνθισε μια ανεμώνα
στην καρδιά
Φύγαν πίκρες, φύγαν θλίψεις
τα όνειρα γυρίσαν πίσω
τα παλιά
Κοιταχτήκαν οι ανθρώποι
μ' ένα βλέμμα πιο καινούριο
πιο ζεστό
και ανάβλυσε μια ελπίδα
και μια λέξη σαν αχτίδα
"σ' αγαπώ"

Α.Β

Ενδημικές ασθένειες

Κουβαλώ
τη μελαγχολία μου
όπως οι ηλικιωμένοι τα καροτσάκια
της λαϊκής
Είναι ένα είδος προφύλαξης
Προληπτικού εμβολιασμού
στις μέρες μας
με τόσους επικίνδυνους ιούς
που κυκλοφορούν
Κακόβουλες συμπεριφορές
μετεκλογικές διαψεύσεις
θλίψη εθνικών επετείων
Αν προσθέσεις
και τους βαρύτερους
τύπου C
ενδημικής απελπισίας
και τηλεοπτικής τρομολαγνείας
δεν ξέρει πια κανείς
από τι θα νοσήσει

Α.Β

Χυλός με αλεύρι


Μικρός
δαγκώνοντας
ένα καρύδι
έσπασα
τον δεξιό κοπτήρα
Αν και πονούσα πολύ
στο ιατρείο συγκράτησα
εντυπωσιασμένος
τη λέξη "πολφός"
Για καιρό
την μηρύκαζα καθημερινά
Μετά έφτιαξα ένα ποίημα
για ένα ρυάκι
στην εξοχή
που το αναστάτωνε
το απαλό φύσημα του ανέμου
και ταξίδευε κάτω απ' το φως
Δεν ξέρω πια πού μπορεί
να βρίσκεται το παιδικό ποίημα
Όμως τη μέρα εκείνη
στον οδοντίατρο
κατανόησα
πως
σπάζοντας δόντια
κερδίζεις
την ποίηση
Α. Β

Πολφός(αρχαία λέξη) =χυλός με αλεύρι

Ασκήσεις με θέμα τη βροχή


Ποιος μου μαλώνει τη βροχή
και τρέχει πάλι μοναχή
στους παγωμένους δρόμους
Ποιος ράγισε τον ουρανό
και στάζει αμίλητο καημό
στους κουρασμένους ώμους
Άνοιξε γη μια αγκαλιά
να ζεσταθούν τα ορφανά
τα ταπεινά του κόσμου
Δώσε Θεέ μια αστροφεγγιά
να ‘ρθει ξανά φυρονεριά
κι απαντοχή εντός μου

Α.Β

Equo ne credite*


Δούρειοι καιροί
ξύλινα λόγια
Στην κοιλιά της ελπίδας
κρυμμένος ο φόνος
Μην εμπιστεύεστε το άλογο*
Αρνηθείτε τα δώρα
Ο εχθρός
είν’ επίμονος
Θα κάψουν την πόλη
Σώστε
τον Σκαμάνδριο
Θα τον πετάξουν
απ’ το τείχος
Αναζητήστε στα συσσίτια
το κοριτσάκι με τα σπίρτα
Τότε μόνο
θα ‘χει λόγο
ο Χριστός να γεννηθεί
Τότε μόνο θα μπορούμε
να πούμε κι εμείς
το
Δόξα εν υψίστοις...
Α.Β

*"Μην εμπιστεύεστε το άλογο". Προφητική φράση που είπε ο Λαοκόων για τον Δούρειο ίππο
Κάτι ανάλογο είχε πει και η Κασσάνδρα
Το αλφάβητο των πουλιών
 στο τετράδιο τ' ουρανού, μαθαίνω τώρα.
 Σιγοτραγουδώ το σφύριγμα του ανέμου, 
σπουδάζω τις ζωγραφιές των νεφών,
εισέρχομαι στο Αβαείο των άστρων, 
η ψυχή συλλαβίζει "ίλεως" .

Α.Β