Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018

Η φθορά
εξ επαγγέλματος δρομέας
μας ακολουθεί μέχρι τα μέσα της
διαδρομής
κι ύστερα ξαφνικά
επιταχύνει
Ασθμαίνοντας πανικόβλητοι
τρέχουμε πίσω της
συνειδητοποιώντας με λύπη
το αναπότρεπτο της ήττας
καθώς τη βλέπουμε
διαρκώς
να πλησιάζει
στο τέρμα
ΑΒ
Ο ναός της Αναλήψεως στη Νομή
Στο εκκλησάκι της Αναλήψεως
για να μη λερωθούμε
με μια σκούπα μάζεψα τις αράχνες 
γύρω από τον σταυρό σου, Κύριε
Μετά σκέφτηκα τη βεβήλωση
Στον μικρό ναό
τη σκόνη και τις αράχνες
καθαγίασε
η υποδοχή του φωτός
που εισβάλλει πανηγυρικά
από τα παράθυρα
τις ώρες του όρθρου
κοντά τέσσερις αιώνες
η ήσυχη κουβέντα
με τους αχνούς αγίους
στις φθαρμένες τοιχογραφίες
και τους λυπημένους
που κάποτε
γονατισμένοι
φώναξαν το "εκέκραξα"
Τόσο φως εμείς ποτέ δεν είδαμε, Κύριε
αδιαλείπτως χωμένοι
στα σκοτάδια
μιας εγωτικής ύπαρξης
ΑΒ
Την άκρη αυτού του ηλιοβασιλέματος
που έφτασε στα μάτια μου
περνώντας θάλασσες, δάση, βουνά
Την άκρη του ηλιοβασιλέματος
που ταξίδεψε πάνω από μικρές και μεγάλες
χώρες
από πλούσιες και φτωχικές γειτονιές
Το ροδαλό φως που έπαιξε
με το ροζ τριαντάφυλλο στον ακάλυπτο
κατηφορίζοντας από ψηλές πολυκατοικίες
για ν' αγγίξει τα μάτια μου
Αυτό το ελάχιστο
μιας στιγμής φθινοπώρου
που κρατάει κάτι από καλοκαίρι
κλειδώνω στην ψυχή μου
στην υποστολή της μέρας
Μια μνήμη ιλαρού φωτός
για τις ώρες
που θα την κυκλώνουν απειλητικά
οι σκιές του θανάτου
ΑΒ
Πνίγηκες
στα μάτια ενός πληγωμένου σκύλου
που σού γλειφε το χέρι
Τα ρούχα σου
ένα ένα σε εγκατέλειψαν
Άρχισε να σε γυροφέρνει
η μυρωδιά του πεύκου
Έπιασες κουβέντα με την αιώνια
ερωμένη, τη σκόνη
Το κορμί σου
έγινε ένας μικρός βροχερός
ουρανός
Καλυψώ, είπες
θα πεταχτώ για λίγο
στην Ιθάκη
Αλέξανδρος Βαναργιώτης