Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2017


    Τώρα θα πάω στο νησί
    Τώρα, που φεύγουν
    τα καράβια φορτωμένα
    Θα μπω σε άδειες εκκλησιές
    ν' ανάψω τα καντήλια
    Θ' αγγίξω πόρτες γέρικες
    σοβάδες φουσκωμένους
    Θα πάρω απ' τα πλακόστρωτα
    χαμένα σκουλαρίκια
    μαντίλια που πατήθηκαν
    σπασμένα κομπολόγια
    Θα ανασάνω μυρωδιές
    που πίσω ξεχαστήκαν
    ξεθυμασμέν’ αρώματα
    κορμάκια ιδρωμένα
    Ένα καφέ μετά θα πιω
    στην άκρη της πλατείας
    του ανέμου άθυρμα κι εγώ
    με τα πεσμένα φύλλα

    Αλέξανδρος Βαναργιώτης
    Έτσι ζεστός
    θα φύγει ο Αύγουστος
    Δαγκώνει μες στα δόντια του
    μια θλίψη
    Πλάγιασε ο ήλιος
    άλλαξε το φως
    λίγη χαρά
    μες στην καρδιά
    έχω κρύψει
    Φθίνουν οπώρες
    στις χωματερές
    Στο Ιράκ
    θα επιτεθεί πάλι
    η Δύση
    Αυξάνουν στα συσσίτια
    οι ουρές
    ο γόρδιος δεσμός
    δεν έχει λύση
    Έτσι ζεστός
    θα φύγει ο Αύγουστος
    σαν κάθε Αύγουστο
    μ' ένα μελτέμι θλίψη

    Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Κάπως έτσι θά'ταν
κείνα τα καλοκαίρια
του πολέμου
Κάπως έτσι
κείνος ο Ιούλιος
της επιστράτευσης
Να κοιτά ο κόσμος
τη θάλασσα
κι αυτή να αφρίζει
όλο πίκρα και πόνο

Μπύρα πικρή
σερβιτόρος σκυφτός
θάλασσα άξενη
εσωστρεφής
γεμάτη μυστικά
από τους νεκρούς
που ναυάγησαν
στην αλμύρα
του χρόνου
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Θέρος
Γραφεία παραθερισμών
εν μέσω
αναισχύντων θερισμών
Πτωχεύσεις, τουρισμός
τόμπολα
Ιράκ, Παλαιστίνη
Έμπολα

Παραφωνία
τα γυμνά κορμιά
των αναισθήτως
λιαζομένων
στην αφωνία
που γεννά
θέα νεκρών
και
διαμελισμένων
Θλιμμένος άνεμος
κουνά
τα ξέφτια
της παλιάς αιώρας
Δίχως να ξέρει
τραγουδά
το requiem
μιας μικρούλας
χώρας
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Ξάπλωσε κάτω από την καρυδιά. Ένιωσε αμέσως τη δροσιά. Άκουσε τα φύλλα να ψιθυρίζουν. Κοίταξε τα κομμάτια του ουρανού που αχνοφαίνονταν στο παιγνίδισμα των ήσκιων. Κάποτε τέτοια εποχή ήταν πάνω στα κλαδιά. Έκοβε καρύδια, ενώ ήταν ακόμη άγουρα. Ο θείος τους κυνηγούσε, γιατί ήθελε να τα εμπορευτεί. Τους έβαζε στη σειρά και ρωτούσε παίζοντας ποιος έκλεψε καρύδια. Όλοι αρνούνταν, αλλά τους πρόδιδαν τα βαμμένα χέρια. Ο θείος έφυγε από χρόνια. Η θεία, ογδοντάχρονη πια, με το ζόρι...


Ήταν περίεργη η ζωή στο Δίστομο. Ευγενικοί άνθρωποι, εξαιρετικό κλίμα, στις πλατείες πλατάνια και δροσερό αεράκι ακόμη και τις πιο ζεστές μέρες του καλοκαιριού. Όμως στην ατμόσφαιρα αιωρούνταν η μυρωδιά της σφαγής. Στα στενά που περπατούσες, τα παλιά πέτρινα σπίτια ήταν φορτωμένα μνήμες. Κάποια δεν κατοικήθηκαν ξανά ποτέ. Έμειναν χρόνια έρημα με το αίμα να έχει ποτίσει ανεξίτηλα τα ξύλινα πατώματα και απέξω με κόκκινα γράμματα να επισημαίνεται"Εδώ σφαγιάσθηκαν υπό των..." Οι νέοι με εκδηλώσεις μνήμης, που με τον καιρό εκφυλίστηκαν σε ανούσια πανηγυράκια, ακολουθούσαν την φυσική πορεία του χρόνου που θέλει όλα κάποτε να είναι ανάμνηση. Όμως η λιτανεία κατέληγε στο λόφο με τα ονόματα των νεκρών και τα οστά. Μια πραγματικότητα που γεννούσε αναπόφευκτα ρίγος και στους πιο αμνήμονες. Τον καιρό που υπηρέτησα, ζούσε ακόμη η Μαρία Παντίσκα, "η γυναίκα του Διστόμου", όπως καταγράφηκε στην ιστορία εκείνη η μαυροφόρα νέα που φωτογραφήθηκε με τα χέρια σταυρωμένα, να κλαίει δύο μήνες μετά τη σφαγή. Μου την έδειξαν τα εγγόνια της ξαπλωμένη στο κρεβάτι με γεροντική άνοια. Ζούσε η Παναγιώτα Σφουντούρη, η σπιτονοικοκυρά μου, η οποία έχασε τον άνδρα της και η ίδια γλίτωσε πηδώντας, έγκυος ούσα, από το πίσω μπαλκόνι. "Γιατί κυρία Παναγιώτα", τη ρώτησα κάποια φορά στις 10 Ιουνίου, "δεν κατεβαίνεις κι εσύ στις εκδηλώσεις;" "Αχ παιδάκι μου, μου απάντησε. Εγώ αυτή τη μέρα μόνο να κλαίω μπορώ, μόνο να κλαίω". Και ήταν 82 ετών...
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Με το στυλό τους
ερέτες του αύριο
κωπηλατούνε
Για αστρολάβο
στου κόσμου το έρεβος
έχουν τη σκέψη

Τριαντάφυλλο
η ζωή τους π' άνθισε
σε καταιγίδα
Α.Β
Η γέφυρα
Στο τέλειωμα
της πόλης
πάνω από το ποτάμι
μια γέφυρα
δεν τέλειωσε ποτέ
Γιατί; Κανείς δεν ξέρει
Σαπίζει χρόνια
στο κενό
με τα μπετά
και τη σκουριά της
Μια πύλη
δίχως πέρασμα
Στημένη εκεί
να κρέμονται
πλάι στην ανήκεστη
φθορά της
οι μέρες
απ' το θλιβερό
του χρόνου καλαντάρι

Α. Βαναργιώτης
Η πόλη
Η πόλη αρχίζει από το νερό ή τελειώνει στο νερό. Τα βράδια μου αρέσει να παίρνω έναν ήσυχο δρόμο που με βγάζει στο ποτάμι. Είναι πολλοί οι ήσυχοι δρόμοι που πορεύονται παράλληλα στους μεγάλους, αλλά χωρίς να φωνάζουν, με τα φώτα χαμηλά. Ακούς τριγμούς, ψιθύρους, τον αέρα να βουίζει. Στη μύτη σου φτάνουν αλλόκοτες μυρωδιές. Υγρασία, γιασεμί, τηγανίσματα. Στα μπαλκόνια κυματίζουν μπουγάδες. Στις γωνίες αναστενάζουν ερωτευμένοι. Το καλοκαίρι θρηνεί κάποιος γκιώνης, το χειμώνα αλυχτούν οι σκύλοι. Ο πόνος σαν ιστός μας ενώνει. Περπατώ και κοιτώ το φεγγάρι, αν έχει φεγγάρι. Μια δροσοσταλίδα είναι που ανέβηκε από το ποτάμι, ένα δάκρυ που ανέβηκε από τους ανθρώπους. Η πόλη αρχίζει από το νερό και τελειώνει στο νερό.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Πώς φουρφουρίζει
στα φτερά των πελαργών
το καλοκαίρι
Α.Β

Σε περίμενα
εκείνο το φθινόπωρο
Αργούσες και σκάλιζα
σ' ένα κορμό
ανάμεσα σε καρδιές
και ονόματα
τ' όνομά σου
Σκάλιζα
με την απελπισία
που οι φυλακισμένοι
γράφουν στον τοίχο
"αύριο"
Όσο αργούσες
τόσο έσκαβα βαθύτερα
την πληγή
Έπεφταν πάνω μου
κίτρινα φύλλα
"Το δέντρο δακρύζει"
σκέφτηκα
Ίσως όμως πάλι
να μην δάκρυζε
Απλώς γνώριζε από πριν
πώς δεν θα 'ρθεις
γιατί στην αγάπη
μόνο πηγαίνεις
Ήξερε επίσης καλά
με τόσα στίγματα
ματαιότητας πάνω του
πως
η αγάπη δεν έχει
ονόματα
μονάχα πρόσωπα
μονάχα πρόσωπα
χαμένα στο πλήθος

Α. Βαναργιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου