Χτυπούσε επίμονα την πόρτα μου ένας γέρος
Τις κόρες του έδειχνε πίσω του πεινασμένες
Με εκλιπαρούσε να διαλέξω μια, να σώσω
να σωθώ
Διάλεγα πάντοτε τα πιο αθώα μάτια
Αυτά που κρύβανε το πιο μεγάλο ψέμα
Τώρα τυφλός σαν τον Οιδίποδα
ξεκάθαρα το λέω
Ας με επιλέξουν
Ο τυφλός την τύφλα του γνωρίζει
Πες μου μονάχα τ' όνομά σου τον ρωτώ
Να ξέρω ποιος τα μάτια μου θολώνει
Και μου απαντά μ' ένα χρησμό
Έαρ, ροή, ωκύπους, τύχη, αστάθεια, συντριβή
που δεν κατάλαβα ποτέ
Γι' αυτό η Σφίγγα τις ψυχές
αδιάντροπα πληγώνει
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου