Τρέχει γρήγορα ο λαγός ακόμη κι αν δεν τον κυνηγάνε Είναι πονηρή η αλεπού και τον καιρό που δεν πεινάει Αθώο τέλος το πρόβατο και την ώρα που χαιδεύουν με μαχαίρι το λαιμό του Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Σαν ήρθες τό 'νιωσα πως έκρυβες μαχαίρι Αναμενόμενη η έκβαση Αφού εσύ γεννήθηκες για να πετάς στιλέτα κι εγώ έχω εθιστεί στα μαχαιρώματα Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Μικρός συνομιλούσα με το φως Δεν τό 'πνιγαν οι σκούροι γκρίζοι όγκοι Έπαιζε με τα φύλλα, τα κλαδιά Ερχόταν, έφευγε, γελούσε Ήταν το φως το ιλαρό το μελιχρό το απαστράπτον
Γι' αυτό αγάπησα βαθιά το χαρωπό το φως στα σταροχώραφα του Βίνσεντ και τη μελαγχολία του Ντε Κίρικο Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Δεν είμαι ποιητής Όλοι οι στίχοι μου είναι ΑμεΑ Ή μάλλον η ψυχή μου είναι ΑμεΑ Της λείπει ένα μάτι τρυφερότητας Ένα αυτί συγκατάβασης Ένα χάδι συγχώρεσης Μα προπαντός της λείπουν Δύο πόδια Αγάπης Οι στίχοι μου λοιπόν Είναι οι πατερίτσες μου Το καροτσάκι Το ακουστικό μου Κι αν με βλέπετε να περπατώ Αρτιμελής και περήφανος Είναι γιατί έμαθα Να κρύβω Σε εικόνες Το χάος
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013
Κοίτα ψηλά Στο φως θα δεις Πόσα μηνύματα Σου στέλνω Με τη σκόνη
Έπρεπε να διασχίσει άλλον έναν σκοτεινό δρόμο Είχε θάρρος όμως Πολλά χρόνια εμπειρίας του έδιναν ένα αίσθημα σιγουριάς ότι θα τα καταφέρει -Στους σκοτεινούς δρόμους βέβαια ποτέ κανείς δεν ξέρει - Πήρε τρεις βαθιές ανάσες Έκανε το σταυρό του και... ξάπλωσε Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Χτυπούσε επίμονα την πόρτα μου ένας γέρος Τις κόρες του έδειχνε πίσω του πεινασμένες Με εκλιπαρούσε να διαλέξω μια, να σώσω να σωθώ Διάλεγα πάντοτε τα πιο αθώα μάτια Αυτά που κρύβανε το πιο μεγάλο ψέμα Τώρα τυφλός σαν τον Οιδίποδα ξεκάθαρα το λέω Ας με επιλέξουν Ο τυφλός την τύφλα του γνωρίζει Πες μου μονάχα τ' όνομά σου τον ρωτώ Να ξέρω ποιος τα μάτια μου θολώνει Και μου απαντά μ' ένα χρησμό Έαρ, ροή, ωκύπους, τύχη, αστάθεια, συντριβή που δεν κατάλαβα ποτέ Γι' αυτό η Σφίγγα τις ψυχές αδιάντροπα πληγώνει
Το δηλητήριο που σκότωσε το Νέσσο το πήρες πίσω Ηρακλή σε πορφυρό χιτώνα Υποκρισία πλήρωσες τη Διηάνειρα δήθεν πως αγαπούσες Αν δεν μπορείς να αγαπάς κολλάει πάνω σου η αγάπη και σε καίει
ρείκια Με πήρε η θεία μου να πάμε στο χωριό Ήταν Οκτώβρης, μεσημέρι, Τρίτη Δυο τρία ρείκια, γλάστρες με βασιλικό μπροστά στο πλίθινο το γερασμένο σπίτι Άρχισ' εκείνη βιαστικά να καθαρίζει Κάθισα εγώ στα σκαλοπάτια μόνος Είχε η ψυχή μου πάψει να ελπίζει Άδεια η σκέψη μου και άδειος λες ο χρόνος Κοιτούσα επίμονα στο βάθος πέρα Νωρίς τ' απόγευμα έφεραν τον πατέρα
που δεν καταλαβαίνεις κι έχει μια θλίψη ανεξήγητη μην το περιφρονείς Για σένα είναι θλιμμένο Στη γλώσσα των αγγέλων τα λόγια του Το άπειρο του ουρανού στα μάτια του Το κορμί και η ψυχή μια άσβεστη λαμπάδα που καίγεται καίγεται και αδιαλείπτως για σένα και για μένα αδελφέ μου προσεύχεται
Χαίρε χέρι πονεμένων το στήριγμα (γιατί πάντα σ' ένα χέρι ακουμπάμε) χαίρε χάδι των αγγέλων το άγγιγμα (γιατί πάντα σ' ένα χάδι αφηνόμαστε) χαίρε χώρα πληγωμένη του σώματος (που κρατήρες μαρτυρούν τα ηφαίστεια) χαίρε χαρά της αγάπης απαύγασμα (γιατί όλοι γι' αγάπη διψάμε)
Χαίρε ζέρμπερα που ανθίζεις φθινόπωρο χαίρε ελπίδα του χειμώνα πανήγυρη χαίρε σπρωξιά τη ζωή που ξανάρχισες χαίρε ζωή της φθοράς η ανάκληση Χαίρε Ζωή και σεις πάντοτε χαίρετε
Πάλι η Έριδα το μήλο θα πετάξει Κανείς δεν την προσκάλεσε μα πλούσια φαγοπότια κρυφά ποτέ δεν έμειναν Κι αν δεν το πάρει είδηση -κουφή η θεά δεν είναι- έ, κάποιος καλοθελητής θα πάει να τη φωνάξει Το σκηνικό είναι γνωστό Θα παίξουν οι θεοί μία παρτίδα σκάκι με άμυνες σικελικές, κόλπα ναπολεόντεια τσιμπώντας εν τω μεταξύ κανένα παϊδάκι Η Τροία θα καταστραφεί Ο Αχιλλέας θα σκοτωθεί Και πτωχική θα βρούμε την Ιθάκη