Τον κούρασαν τον Μύρη
οι Χριστιανοί
μ’ όλα τα πρέπει και τα μη
και το ρηχό διδακτισμό
-φορτία δυσβάσταχτα
προπάντων απεχθή-
Καλύτερα με εθνικούς
περνούσε
Ξενύχτια, γλέντια
και κρασί
-ήταν μονάχα
είκοσι χρονώ-
με τα αστεία τους
ανέμελα γελούσε
Κι αν μουρμουρίζοντας
-τη εξαιρέσει εμού-
στα είδωλα αρνήθηκε
σπονδή
Κι αν πριν το τέλος του
κρατούσε το σταυρό
και στο Χριστό
αδιάλειπτα μιλούσε
είναι γιατί
μια Κυριακή
στην αγορά
απελπισμένος
άδειος κατηφής
συνάντησε
έναν σαλό
και κείνος του ‘δειξε
ο Χριστός
πόσο
τον αγαπούσε
ΑΒ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου