Με ξύπνησε ο ήχος της βροχής
θρηνητικός κι απελπισμένος
Το ψυχρό ρίπισμα ενός ανέμου υγρού και κρύου
Φθινόπωρο είπα
Κοίταξα μα δεν υπήρχαν φύλλα στο χώμα
Δεν υπήρχε χώμα
Μπροστά μου περνούσαν οχήματα και λεωφόροι
-Πατέρα, φώναξα, πατέρα
Δεν άκουσα την καθησυχαστική φωνή του
Στ' αυτιά μου έφτασαν βουητά και λέξεις ασυνάρτητες
όπως όταν απομακρύνεσαι σιγά σιγά από γιορτή
χωρίς όμως να ξέρεις για πού
αφού παντού η μοναξιά είναι ίδια
Με επισκέφτηκε πάλι το σκοτεινό τ' αγκάλιασμα του χρόνου
Με έσφιγγε
όπως τους φυλακισμένους
οι παγωμένοι τοίχοι της φυλακής
που διαρκώς στενεύουν, στενεύουν
μέχρι που γίνονται δέρμα τους,
ενώ εκείνοι πασχίζουν
να χαράξουν
λευκές γραμμές διαφυγής
τις μέρες τους
-Πατέρα, φώναξα, πατέρα
Εν μέσω σκιάς θανάτου, πατέρα
Μου απάντησε πάλι ο βοριάς
Τα δέντρα ήταν γυμνά
και έβρεχε συνέχεια στην καρδιά μου
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου