Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Πληγές μνήμης


Εκείνα
στην αγορά
τα
υποφωτισμένα
μαγαζάκια
που επιμένουν
με
τις ξεθωριασμένες
πινακίδες τους
να προτείνουν
είδη προικός
και νεωτερισμούς

ΑΒ

Τα ψηλά δέντρα

Τα ψηλά δέντρα
πιο τραγικά
μες στην υπεροχή τους
έτσι γυμνά
κάτω απ' το ρίγος
του χειμώνα
μ' άδειες φωλιές
στα κλαδιά
σαν αγκαλιές
που τις λησμόνησε η άνοιξη
και περιμένουν καρτερικά
και περιμένουν


ΑΒ

Στο βάθος κήπος

Στο βάθος κάποιος
κουρασμένος κήπος
που νοσταλγεί μιαν άνοιξη
ν' ανθίσει
Παιδιά στους δρόμους
κάνουν γκράφιτι σε τοίχους
με την ελπίδα ένας
να ραγίσει
Σε μαύρο ουρανό
αστέρι ψάχνεις
η νύχτα σ’ αδιέξοδα πλεγμένη
γύρω μονάχα η παγωνιά της πάχνης
μα φάτνη η ψυχή και περιμένει

ΑΒ

Χριστός γεννάται


Αφού κλειστές οι πόρτες είναι
σε κάποια φάτνη ταπεινά θα γεννηθεί
Ο Ηρώδης ετοιμάζει το σπαθί
Τα χέρια σου, Πιλάτε, πάλι πλύνε

Ηλί ηλί, Ραχήλ θρηνούσα
και άγγελοι που ψάλλουν ωσαννά
Αγιοβασίληδες με κόκκινα σκουφιά
Αγάπη, που γεννήθηκες πενθούσα


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Είχε μάθει τόσο πολύ
να ζει κρυμμένος
στον ήσκιο του
ώστε δεν ένιωσε
καμιά ταραχή
όταν διαπίστωσε
κάποτε
ότι δεν είχε πια
σώμα


ΑΒ

Αν συναντήσετε ποιητή


Αν ποτέ συναντήσετε
αληθινό ποιητή
θα είναι ρακένδυτος
Μην τον ντύσετε
Μόνος του πλήγωσε
τα ρούχα
για να βρίσκει
δρόμο
η τυφλή έμπνευση

Όταν τρέχετε
στη χαρά
μην πάρετε μαζί σας
ποιητή
Το άσθμα του
θα σας καθυστερήσει
θα μείνει πίσω
στα μισά του δρόμου
κι εσείς ίσως χάσετε
αυτό που κυνηγούσατε
Θα προσπαθήσει
μετά να σας παρηγορήσει
με ζωγραφιές λαγών
και λουλουδιών
σαν να λέμε
συσκευασμένο
σάντουιτς
για το γεύμα
που στερηθήκατε

Ζωή κοντά σε ποιητή
σημαίνει
σε τόπο
με βρύσες
να επιλέγεις
ένα πηγάδι
με λιγοστό
νερό
να αντέχεις
τις δηλητηριώδεις
αναθυμιάσεις του
την ώρα της άντλησης
με μόνη ανταμοιβή
μερικά
σπάνια
αγριολούλουδα
που φυτρώνουν
στις άκρες
από χάσματα
και
γκρεμούς

ΑΒ

Η λέξη


Απόψε μου περίσσεψε μια λέξη
φέγγριζε αχνά μες στο σκοτάδι
σαν φανοστάτης ένα κρύο βράδυ
ή μιας μυστήριας γυναίκας έλξη

Μια λέξη μου περίσσεψε απόψε
με ομορφιά μαυλιστική κοιτούσε
σ’ ένα παιχνίδι αβέβαιο καλούσε
σαν τον κρουπιέρη που προστάζει «κόψε»

Μια λέξη απόψε περισσεύει
μόνη της ξέμεινε στην άκρη της σελίδας
όπως καημός μιας ορφανής ελπίδας
που αφήνει πίσω η ζωή όταν μισεύει


ΑΒ

Αποχαιρετώντας τον Νοέμβριο


Και τα δοκηθέντ’ ουκ ετελέσθη
(αυτά που ελπίζαμε δεν έγιναν)
Ευριπίδης


Φθίνουν και τα φθινόπωρα
σαν σαπισμένα φύλλα
Χιονίζει αθωότητα
στους χθεσινούς τους δρόμους
Χιονίζει μνήμες παιδικές
ενώ λυσσάει ένας βοριάς
απ’ τα βουνά των χρόνων
κι εμείς αμίλητοι κι ωχροί
χωμένοι μέσα σε παλτά
ακολουθούμε σκεφτικοί
τα εξόδια μιας μέρας

ΑΒ

Οι ανεμόσκαλες


Κρύο πολύ
στις ματιές
των ανθρώπων
Αναμένονται
λένε και χιόνια
Κάθομαι δίπλα
στ' αναμμένα βιβλία
και σκαλίζω
τη φωτιά
της γραφής τους
Αφήνομαι στη θαλπωρή
των λέξεων
Πού και πού παίρνω το ρίσκο
Αρπάζομαι από την ανεμόσκαλα
μιας φράσης
Συνήθως σπάει
κι επιστρέφω πίσω
Μερικές φορές
όμως
τα καταφέρνω
κι απ' τα σκοτεινά δωματια
του χειμώνα
βγαίνω σ’ ένα καλοκαίρι

ΑΒ

Νύχτα

Οι όγκοι των βουνών
αφομοιώνονται ιδανικά
στο φόντο της νύχτας
Τα δέντρα λυγίζουν ελαφρά
και γίνονται τα εθελούσια
υποστυλώματά της
Τ’ αστέρια σαν κόπιτσες
συγκρατούν την οροφή
Κι όταν τα φώτα ανάψουν
στο υπαίθριο σκηνικό
ήσκιοι και φόβοι
δίνουν παράσταση

ΑΒ

Αλλαγές ρυμοτομίας


Το σοκάκι ήταν χορταριασμένο
και μύριζε εγκατάλειψη
Μπροστά μια πινακίδα
έγραφε
"Ιδιωτική οδός
Απαγορεύεται η είσοδος"
Λυπήθηκα πολύ
γιατί κάποτε
αυτός ο δρόμος
μας έβγαζε
στη θάλασσα

ΑΒ
Τόσοι άνθρωποι
στα δόντια της απόγνωσης
πιασμένοι
Φίλοι πολλοί μες στις πληγές
με μια φαλτσέτα μοναξιάς
κομμένοι

Ράγισε ουρανέ
Στήθι, ήλιε, επί
Γαβαών
και συ, σελήνη, επί Αιαλών
να ζεσταθούν οι αθώοι

Κλίνον το ους σου
στις κραυγές
Τρελοί απ’ έρωτα
έκαναν λάκκους την αυγή
Ύδατα στείλε απ’ την Εδώμ
να ξεδιψάσουν

ΑΒ

Δεκέμβρης


Στους έρημους δρόμους
πέτρινα σπίτια ιστορίας
Σκεπασμένοι με ομίχλη
υγροί κήποι
αθώοι
χαμογελούν στο χάδι της νύχτας
Σαν σαλιγκάρι
σύρθηκα στους ήσκιους
έξω απ’ τα βουρκωμένα
χαρακώματα του εγώ
μ’ ένα διάλογο στα μάτια
για κείνους
που είπαν "άντε, γεια"
κι έφυγαν μόνοι ένας ένας


ΑΒ
Σ' ακολουθώ
σαν τον οδοιπόρο που έχασε το δρόμο
σαν τους μάγους που κοιτούν το αστέρι
όπως η σκιά
τους ζωντανούς
Δεν ξέρω πού πας
Έχω όμως την ελπίδα
ότι η παιδική σου αθωότητα
θα βρει
πού ξημερώνουν
Χριστούγεννα

Α.Β.

Θεσσαλονίκη 1


Παλιές βρόμικες πολυκατοικίες
μυρωδιά μούχλας κι υγρασίας
στενά φοβικά
κακοφωτισμένα δρομάκια
κι ανάμεσα
μικρές πέτρινες
βυζαντινές εκκλησίες
ρωμαϊκές αγορές
τουρκικά λουτρά
και κτήρια Art Nouveau
που ταξιδεύουν στο χρόνο
γλιστρώντας στην ομίχλη
του Θερμαϊκού
που τα τυλίγει όλα
σαν μια ερωτική αγκαλιά
πού 'χει τη δύναμη να ενώνει
και να συναρμόζει
τα ετερόκλητα


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Δυσανεξίες

(αλλαγμένο)
Οι παιδικοί μου ήρωες
αγωνίζονταν
για το δίκιο
και την ελευθερία

Οι οικογένειες
ήταν μεγάλες
Κάθονταν όλοι μαζί
στο κυριακάτικο τραπέζι
και ζούσαν σε μικρά σπίτια στο λιβάδι

Οι σκλάβοι με το οικείο όνομα
μπάρμπα Θωμάς
ελευθερώνονταν

Πώς να δεχθεί τώρα
η ψυχή μου τον φόβο
πώς να συνηθίσει
το τέλμα
Πώς ν' αντέξει τη μοναξιά
Σαν νάρκη μαζεύτηκαν
μέσα μου
και δεν υπάρχει πια
λοχίας Σάντερς
να την απασφαλίσει
Σβήνουν τα βράδια ένα ένα
τα φωτεινά παράθυρα του χθες
χωρίς μια καληνύχτα


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Θεσσαλονίκη 3


Υπόγεια κινείται η ιστορία
μα κάθε τόσο ξεπροβάλλει
σ' ένα χάσμα

Χαρταετός ο ήλιος του χειμώνα
μαγγάνι που γυρίζει σε πηγάδι
και σέρνει μες στον χάλκινο
κουβά του
μνήμες βαθιές και φτερουγίσματα
κι ανέμους
από τις μέρες
που δινόμασταν με πάθος
στου έρωτα τ' ανίερα
σαγόνια
Έφτανε τότε που ματίζαμε το χρόνο
στου χθες που προστιθέμασταν τα ξόμπλια
και γέφυρες γινόταν τα κορμιά μας
για του αύριο την τρύπια προσδοκία

Υπόγεια κινείται η ιστορία
μα κάθε τόσο ξεπροβάλλει
κι ένα χάσμα


ΑΒ

Νύχτες χειμώνα

Όποιος δεν έχει συνομιλήσει
με γυμνή μουριά
μεσάνυχτα χειμώνα
δεν ξέρει τι είναι μοναξιά
Όποιος δεν έχει ακούσει
κυπαρίσσι να προσεύχεται
πάνω από μνήματα
δεν ξέρει τι είναι προσευχή
Κι όποιος δεν έχει δει λεύκες
να χορεύουν στη μέση του κάμπου
με την μελωδία ενός νοτιά
δεν ξέρει τι είναι ποίηση


ΑΒ

Χριστούγεννα


Ένα σμάρι πουλιά γυρεύει τροφή
μες στο χιόνι
Το κρύο δριμύ, η καρδιά μου γυμνή
και κρυώνει
Καράβι παλιό που σκεβρώνει μαζί
με το έρμα
βαραίνει τις τσέπες το χθες σαν αξόδευτο
κέρμα
Μες σε λαμπιόνια και αίμα ο κόσμος
γερνάει
στα μάτια μια μάνα μ΄αγάπη ένα βρέφος
κοιτάει
Βαθύ το σκοτάδι παλεύει να πνίξει
το φως
Μα πριν βυθιστούμε γεννιέται στη φάτνη
ο Χριστός

Α.Β
Στ' αρχαία ελληνικά δεν συμπαθούσα τα επίθετα που είχαν παραθετικά σε -ίστερος. Ήταν όλα αρνητικά φορτισμένα (άρπαξ, βλαξ, λάλος, κλέπτης, πλεονέκτης)
Απεχθανόμουν για τη σημασία τους και τις γενικές, (κτητική, διαιρετική, της αξίας...) Μόνο της ιδιότητας και του περιεχομένου είχα σ' εκτίμηση. Όμως αυτές τις βρίσκαμε σπανιότερα και ήταν και δύσκολο κάθε φορά να τις αναγνωρίσω.
ΑΒ

Άστυγος


Εδώ θα μείνω
στων καιρών την άκρη
μ' όσο μου ανήκει
ξεροκόμματο ζωής
Τέλη δεν δίνω
ούτ' ένα δάκρυ
φτηνό το νοίκι

Κι αν ευκαιρήσεις ξέρεις πια
πού θα με βρεις


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Στις πηγές της στύγας βούτηξε η Θέτιδα
τον Αχιλλέα εκτός από τις φτέρνες για να τον κάνει αθάνατο
Άστυγος είναι ο εντελώς θνητός (τη λέξη την έφτιαξα εγώ)

Θεσσαλικά


Νιφάδα του χιονιού
με νοικιασμένο νυφικό
και δανεικά παπούτσια
Μελαχρινή μου θλίψη
φιγούρα του Τλούπα
Κρατούσες τρυφερά
το χέρι του πατέρα
Στο γάμο σου απόψε
σ' επισκέφτηκα μητέρα

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Το λάθος


Τι τραγικό λάθος
κείνο το πρωί
που απ' τη χαρά μας
φορέσαμε τη μπλούζα
της ψυχής
ανάποδα
Είδαν οι άλλοι τις ραφές
και πότε παίζοντας
πότε κανιβαλίζοντας
τράβα ο ένας
τράβα ο άλλος
έγινε η ψυχή μας
κουρελού
γεμάτη τρύπες
και ξεσκίδια

Κι έχει ένα κρύο
απόψε
ένα κρύο

Αλέξανδρος Βαναργιώτης