Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Αχθοφόρος


Υπάρχουν μέρες που μπαίνεις στη σειρά σου
και σε φορτώνουν με ένα ύπουλο φορτίο
Στο μάτι δείχνει όμοιο με τ' άλλα
το βάρος του όμως είναι αβάσταχτα μεγάλο
Τότε το φως αμείλικτο χτυπάει
καθώς οι φλέβες διαστέλλοντ' απ' το ζόρι
και μέσα σου παρακαλάς να σκοτεινιάσει
Όχι γιατί το βάρος ελαφρύτερο θα γίνει
μα να μπορείς αξιοπρεπώς να γονατίσεις
κρυφά να κλάψεις απ' τα βλέμματα των άλλων
όταν με το σκοτάδι γίνεις πλέον ένα
Υπάρχουν μέρες που όπως μπαίνεις στη σειρά σου
δεν ξέρεις αν θα υπάρξει άλλη μέρα
Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Για την αγάπη πάλι



Όλοι προσμένουμε εκείνη τη στιγμή
που θα λουστούμε στις λακκούβες της αγάπης
Στης Βηθεσδά τις στεγασμένες τις στοές
κάθε που άγγελος ταράζει τα νερά της

Πολλοί γενναίοι μέσ' απ' την Προβατική
φύγαν στην έρημο γι' αγάπη διψασμένοι
όμως ποτέ κανείς δεν γύρισε να πει
αν βρήκαν Όαση ή χάθηκαν θλιμμένοι

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Βηθεσδά: δεξαμενή με πέντε στοές,
που ονομαζόταν και Βερβεσέ ή Βελζεθά (οίκος ελέους)
Προβατική: Πύλη στο τείχος των Ιεροσολύμων δίπλα στη Βηθεσδά,

απ' όπου περνούσαν τα πρόβατα

Η βρύση


Στου άγιου Αθανάσιου
την κρήνη
γέμιζε η μητέρα μας
δυο γκιούμια
να πιούμε και με το περίσσευμα
να πλύνει
τα ρούχα μας τα παιδικά
και τα πασούμια
Την κλείσαν;
στέρεψε;
Μυστήριο πλανιέται
Στη θέση της
υπάρχει ένας τοίχος
Αέρας;
η συνήθεια;
Ο νους μου τυραννιέται
όταν περνώ κι ακούγεται
πτώσης νερού ο ήχος
Χωρίς τη βρύση
άχαρη και ξένη
η Κονδύλη
Δεν ξεδιψούν
περαστικοί
παιδιά
δεν ξαποσταίνουν
Εικονοστάσι
με σβησμένο
το καντήλι
Θλιμμένοι άγιοι
στις μνήμες μου
διαβαίνουν
Α.Β

Θα υπάρχει πάντα



Θα υπάρχει πάντα ένα πρωί
για το οποίο αξίζει να ξυπνήσεις
Ένα μέθυσμα αέρα
ενθύμηση ότι τα λουλούδια
κάπου ανθίζουν
Ένα χαμόγελο ήλιου
υπόσχεση για καλοκαίρι
Κι ένα χέρι αγάπης
δίπλα σου
να κρατηθείς
εν μέσω σκιάς θανάτου
σαν βαδίσεις


Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Τ' ανέκφραστα


Νά 'ξερες, καλή μου,
πόσα χτυποκάρδια για σένα
έσβησα
κάτω απ' τον χάλκινο θώρακα
-Συνηθίζεται οι άντρες
να κρύβουν όσα νιώθουν-
Έλιωσε η ψυχή μου
σαν δεν σε βρήκα στο σπίτι
κι ετοιμαζόμουν
απ' τις Σκαιές Πύλες
να βγω στην κοιλάδα
του θανάτου
Και πόσα πόσα δάκρυα
μέσα στην περικεφαλαία
έπνιξα
λίγο πριν απ' το τέλος
όταν σε έβλεπα
να κλαις
εντροπαλιζομένη
Στο αύριο προσευχόμουνα
κουράγιο να σου δώσω
και φεύγοντας πήρα μαζί
γι' αντίο
ένα χάδι
Μα μέσα μου ήξερα καλά
πως αύριο δεν υπάρχει
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Εντροπαλιζομένη: Η Ανδρομάχη, καθώς απομακρυνόταν από τον Έκτορα, όλο γύριζε πίσω και κοίταζε κλαίγοντας .