Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Αποχωρισμοί

Φύγατε
χωρίς μία υπόσχεση 
πως θα ξαναβρεθούμε

Κάθομαι τώρα στην αυλή
με έναν άνεμο σουγιά
να με παιδεύει
και μία άνοιξη παιδί
που βάφει κόκκινα τα γκρι
και σας γυρεύει

Αναζητώ
μνήμες επάνω στις παρειές
απ' τα φιλιά σας

Κι ακούγεται από μακριά
του γκιώνη η στριγκή φωνή
θλιμμένη
Κι ένα σκυλί που αλυχτά
στα δυο μου σκίζει την ψυχή
την πικραμένη

Αλέξανδρος Βαναργιώτη

Ποίηση

Μια πόρνη
που ψωνίζεται
στους δρόμους
Σε λίγους όμως
σκύβει το κεφάλι
πλένει τα πόδια
τα αλείφει μύρα
κι ύστερα τα σκουπίζει
στα μαλλιά της

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Για την αγάπη πάλι




Όλοι προσμένουμε εκείνη τη στιγμή

που θα λουστούμε στις λακκούβες της αγάπης

Στης Βηθεσδά τις στεγασμένες τις στοές

κάθε που άγγελος ταράζει τα νερά της

Πολλοί γενναίοι μέσ' απ' την Προβατική


φύγαν στην έρημο γι' αγάπη διψασμένοι


όμως ποτέ κανείς δεν γύρισε να πει

αν βρήκαν Όαση ή χάθηκαν θλιμμένοι

Αλέξανδρος Βαναργιώτης


Ασκήσεις γραφής




Σαν το βαρέλι
που κυλάει σε πλαγιά
όλη η ζωή
και φτάσαμε
στον πάτο
Κύματα άσπρα
τα σγουρά σου τα μαλλιά
και το κουράγιο
πού 'δειχνες
φευγάτο
Αντλιοστάσιο
που στέρεψ' η καρδιά
Μοιάζεις με σπίτι
που κουράστηκε
και γέρνει
Σκορπάει έρωτα
τ' Απρίλη η μυρωδιά
Λεωφορείο
που περνά
και δεν σε παίρνει
Πίσω σου πια
πολλοί χαιρετισμοί
Μπροστά
λίγες αδάκρυτες
ημέρες
Πληθύνανε
οι αναστεναγμοί
Τρίζουν τα κόκαλα
κακόηχες
φλογέρες
Γυρνάς το σούρουπο
από την αγορά
κι όταν νυχτώνει
στην ψυχή σου
κάνει κρύο
Ένας καφές
η μόνη σου χαρά
Αντί για "γειά"
στους φίλους λες
"αντίο"

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Θα υπάρχει πάντα



Θα υπάρχει πάντα ένα πρωί 
για το οποίο αξίζει να ξυπνήσεις
Ένα μέθυσμα αέρα
ενθύμηση ότι τα λουλούδια
κάπου ανθίζουν
Ένα χαμόγελο ήλιου
υπόσχεση για καλοκαίρι
Κι ένα χέρι αγάπης
δίπλα σου
να κρατηθείς
εν μέσω σκιάς θανάτου
σαν βαδίσεις

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Τ' ανέκφραστα




Νά 'ξερες, καλή μου,
πόσα χτυποκάρδια για σένα
έσβησα 
κάτω απ' τον χάλκινο θώρακα
-Συνηθίζεται οι άντρες
να κρύβουν όσα νιώθουν-
Έλιωσε η ψυχή μου
σαν δεν σε βρήκα στο σπίτι
κι ετοιμαζόμουν
απ' τις Σκαιές Πύλες
να βγω στην κοιλάδα
του θανάτου
Και πόσα πόσα δάκρυα
μέσα στην περικεφαλαία
έπνιξα
λίγο πριν απ' το τέλος
όταν σε έβλεπα
να κλαις
εντροπαλιζομένη
Στο αύριο προσευχόμουνα
κουράγιο να σου δώσω
και φεύγοντας πήρα μαζί
γι' αντίο
ένα χάδι
Μα μέσα μου ήξερα καλά
πως αύριο δεν υπάρχει

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Εντροπαλιζομένη: Η Ανδρομάχη, καθώς απομακρυνόταν από τον Έκτορα, όλο γύριζε πίσω και κοίταζε κλαίγοντας .

Φως

Στάλες φωτός 
στάζουν επάνω μας αιώνες
Κλωστές φωτός
δένουν το ίχνος μας στο χάος
Όλα είναι φως
σ' αυτό θ' αναληφθούμε
σαν παιχνιδιάρα σκόνη
σε αχτίδα
-Όλα ήταν φως
το βράδυ που σε είδα-
Η πέτρα, τα λουλούδια
και το κύμα
Φως το καρφί
που αμείλικτα σταυρώνει
Φως το κρεβάτι, το φιλί
και το σεντόνι
Οι δρόμοι, η ελπίδα
και το δάκρυ
Φως η αγάπη
που πάλεψε κι ηττήθηκε
Φως το παιδί
που στη γυναίκα
κρύφτηκε
Όλα είναι φως...

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Μ. Πέμπτη


Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας

-Πόσοι πονεμένοι κρέμονται στην ελπίδα Σου-

Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των αγγέλων Βασιλεύς

-Τριβόλια κι ασπαλάθια η θλιψη τους-

Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται, ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις

-γυμνοί από παρηγοριές και εκτραχηλισμένοι -

Ράπισμα κατεδέξατο ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ

-δαρμένοι, εμπτυσθέντες, διωκόμενοι -

Ήλοις προσηλώθη, ο νυμφίος της Εκκλησίας

-Ήλιο ζεστό δεν έζησαν, ξέγνοιαστο καλοκαίρι-

Λόγχη εκεντήθη, ο Υιός της Παρθένου

-μόνο φραγγέλια και καρφιά στην άχαρη ζωή τους-

Προσκυνούμεν Σου τα πάθη, Χριστέ

-Χωρίς τελειωμό τα πάθη τους, Κύριε-

Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν

-Ανάστησέ τους απ' τον Άδη στο φως και
στη ζωή απ' τον θάνατο-

Α.Β

Απολαυέτω της πανηγύρεως


Ως δούλος ευγνώμων θα 'ρθω
και πάλι στη χαρά σου
απόψε
Πένης, ανήστευτος
της εντεκάτης
Θα καθίσω σε μιαν άκρη
στο πλούσιο τραπέζι
δείχνοντας τα διαπιστευτήρια
της ανατέλλουσας συγγνώμης
Σκυφτός θα περιμένω ν' ακουστεί
το "επικράνθη ο Άδης"
κι ύστερα μ' ένα δάκρυ μου βουβό
στα πληγωμένα χέρια σου
την πίκρα μου θ' αφήσω

Αλέξανδρος Βαναργιώτης

Αχθοφόρος


Υπάρχουν μέρες που μπαίνεις στη σειρά σου
και σε φορτώνουν με ένα ύπουλο φορτίο
Στο μάτι δείχνει όμοιο με τ' άλλα
το βάρος του όμως είναι αβάσταχτα μεγάλο
Τότε το φως αμείλικτο χτυπάει 
καθώς οι φλέβες διαστέλλοντ' απ' το ζόρι
και μέσα σου παρακαλάς να σκοτεινιάσει
Όχι γιατί το βάρος ελαφρύτερο θα γίνει
μα να μπορείς αξιοπρεπώς να γονατίσεις
κρυφά να κλάψεις απ' τα βλέμματα των άλλων
όταν με το σκοτάδι γίνεις πλέον ένα
Υπάρχουν μέρες που όπως μπαίνεις στη σειρά σου
δεν ξέρεις αν θα υπάρξει άλλη μέρα

Αλέξανδρος Βαναργιώτης