Ο Ληθαίος
Η φωτογραφια δική μουΤο ποτάμι αυτό με ξέρει καλάΣαν χάρτινες βαρκούλες αφήνω κάθε βράδυτους καημούς μου
να ταξιδέψουν
Κρατώ μόνο τους ήσκιους τους
πάνω στους τοίχους της ψυχής
Μην νιώσουν ότι πέρασαν
χωρίς ν' αφήσουν τίποτα
Κι είναι τόσοι οι στεναγμοί
της κάθε μέρας
που πλήθυναν οι ήσκιοι
σαν τα δεκάδες μικρά μπιμπελό
της μητέρας
που συσσωρεύονταν στο μπουφέ του σαλονιού
και δεν ήξερε ποιο να πρωτοξεσκονίσει
Χιλιάδες ήσκιοι με κατέκλυσαν
ώστε μπορώ πια να πω
ότι έγινα ένα μεγάλο
θέατρο σκιών
Αβάντι λοιπόν μαέστρο
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Είμαι ένας παρατηρητήςΚάθομαι πίσω απ' την κουρτίναΚαταγράφω καισου στέλνω σύντομες επιστολές
Δεν περιγράφω όσα ζω
-δεν ζω τίποτα πέρα απ' την κουρτίνα
και το γραφείο μου-
Περιγράφω όσα βλέπω
Χρησιμοποιώ το πρώτο πρόσωπο
για να νικήσω την απόσταση
Η περιγραφή θέλει ζωντάνια
και πειθώ
Ναι, γνωρίζω τι είναι έρωτας
είδα ερωτευμένους
Είναι κι εκείνο το αρχαίο
"έρως ανίκατε μάχαν"
του Σοφοκλή που διαφωτίζει
Ξέρω τι είναι αγάπη
Είδα τη θυσία
και χιλιάδες κύμβαλα αλαλάζοντα
Τώρα με πετάς στην πίστα
και μου ζητάς να χορέψω ζεϊμπέκικο
Άσε με να σου περιγράψω τα βήματα
Να σου πω γι' αγγέλους με σπασμένα
φτερά που το χόρεψαν
για πονεμένους και μεθυσμένους
που δόθηκαν στο ρυθμό του και μάτωσαν
Μη με βάζεις όμως να συρθώ κι εγώ
Δεν ξέρω τον τρόπο
Δεν έχω μέσα μου
την κίνηση
και νιώθω τόσο
μα τόσο ηττημένος
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Βαγενάς Νάσος, Ο ποιητής κι ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη
Θα πουν πολλοί πως σ΄αγαπούνΜην τους πιστέψειςΕίν' οι γιορτές
Χαρά να δώσουν θέλουν
και να βρουν
Θα πουν πολλοί
πως σ΄έχουν νοσταλγήσει
Μην τους ακούς
Ξένοι, απ' το χθες
Είκοσι χρόνια
έχουνε αργήσει
Ψάχνουν παλτό
να ζεσταθούν
Φτωχοί κι αυτοί
Συγχώρησέ τους
Τις τρύπες πού 'χεις
δεν θα δουν
μες στη βροχή
Αγκάλιασέ τους
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Νιφάδα του χιονιού
με νοικιασμένο νυφικό
και δανεικά παπούτσια
Μελαχρινή μου θλίψη
φιγούρα του Τλούπα
Κρατούσες τρυφερά
το χέρι του πατέρα
Στο γάμο σου απόψε
σ' επισκέφτηκα μητέρα
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Τι τραγικό λάθος
κείνο το πρωί
που απ' τη χαρά μας
φορέσαμε τη μπλούζα
της ψυχής
ανάποδα
Είδαν οι άλλοι τις ραφές
και πότε παίζοντας
πότε κανιβαλίζοντας
τράβα ο ένας
τράβα ο άλλος
έγινε η ψυχή μας
κουρελού
γεμάτη τρύπες
και ξεσκίδια
Κι έχει ένα κρύο
απόψε
ένα κρύο
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Ξυπνώ πρωί
για να φροντίσω
τις αυταπάτες μου
Να τις ντύσω
να τους φτιάξω πρωινό
Χρειάζονται χρόνο
όπως όλα τα κατοικίδια
Αυτές στο τέλος
θα σε ξεκάνουν
μου είπε ένας φίλος
Προτιμώ
να πεθάνω στην μπανιέρα μου
νομίζοντας πως είμαι
στη Σωτηρίτσα τον Αύγουστο
παρά σ' ένα κρύο πεζοδρόμιο
κάτω από τις σκληρές σόλες
της καθημερινότητας
του απάντησα
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Τη νύχτα σ' επισκέπτεταιη ποίησηΣε βρίσκει ημιθανή
Σου δίνει
ένα φιλί ζωής
στο στόμα
Ολόγλυκα τα χείλη της
Το γέλιο της
ανάσα ζωογόνα
Ξαπλώνει δίπλα σου
σε παίρνει αγκαλιά
και λέτε λόγια εραστών
που συναντήθηκαν
στα μαρμαρένια
αλώνια
κει που τελειώνει
ο συρμός
που έρχετ΄
απ΄τους πόνους
και τα χρόνια
Σαν φεύγει ξημερώματα
σ' αφήνει αμίλητο
μ' ατρόμητο
στα κρύα χαρακώματα
Χαμογελάς σιβυλλικά
στο στήθος σου
γλυκιά ταχυκαρδία
Σου πήρα λέει τη φωνή
Σού 'δωσα τη μαγεία
Αλέξανδρος Βαναργιώτης
Ξύπνησε και παρέμεινε ξαπλωμένοςΜε κλειστά τα μάτια αφουγκραζότανΈξω στο δρόμο τα τροχοφόραΝοικοκυρές στα μπαλκόνια
τινάζουν τα παπλώματα
να φύγουν τα ακάρεα
Κρύο θα κάνει όπως και χθες
σκέφτηκε
Τα σκεπάσματα
έχουν μια θαλπωρή οικεία
Γλιστράει η σκέψη
"Πώς την έλεγαν
την κοπέλα
που μου χαμογέλασε
στο σούπερ μάρκετ;
Ζωή! Ζωή, ωραίο όνομα!
Μου θύμισε την πρωταγωνίστρια
στο 500 μέρες με τη Σάμερ
Summer, εκείνο το μαγαζί
στην Ιτέα. Κοιτάζαμε τη θάλασσα
αλλά τα μάτια έβλεπαν μόνο
το καλοκαίρι μέσα μας
Τι όμορφα τα παιδικά καλοκαίρια!
Στο Δομοκό ήταν ωραία και το χειμώνα
με το χιόνι
και στο Κυριάκι είχε χιόνι...
Πρέπει να κάνει πολύ κρύο έξω
Στην παραλία του Αι Σίδερη αποχαιρέτησα
το τελευταίο
ευτυχισμένο πέλαγος
με μια βουτιά απ' το βράχο...
Τώρα που είπα βουτιά,
πρέπει να σηκωθώ
να κάνω ένα μπάνιο
Σάββατο σήμερα
πώς θα βγω έξω;"
Πήγαινε πέρα δώθεη βάρκα από το κύμαάδειακι είχε μια τραγικότητα
μέσα στο κρύο
και κάτω από τον γκρίζο ουρανό
Θύμιζε τόσες άδειες αγκαλιές
που περιφέρονται στο πλήθος
μόνες
χωρίς ελπίδα να τις επιλέξουν
κι ας είναι πάντα ανοιχτές
και πάντα τόσο πρόθυμες
να σφίξουν
στον φιλόξενό τους κόρφο
την ερημιά των ανθρώπων
Αλέξανδρος Βαναργιώτης